Anonymous

εὔστροφος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔστροφος:''' Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει περιστραφεί [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που στρέφεται εύκολα, [[αεικίνητος]], [[δραστήριος]], [[σβέλτος]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]] στο νου, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔστροφος:''' Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον ([[στρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει περιστραφεί [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που στρέφεται εύκολα, [[αεικίνητος]], [[δραστήριος]], [[σβέλτος]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]] στο νου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔστροφος:''' эп. [[ἐΰστροφος]] 2<br /><b class="num">1)</b> крепко скрученный ([[ἄωτος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> поворотливый, удобоуправляемый ([[νῆες]] Eur., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> послушный ([[ζῷον]] Plat., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> изворотливый (πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.).
}}
}}