Anonymous

ἠρεμία: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἠρεμία]]) [[ήρεμος]]<br /><b>1.</b> [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ακινησία]], [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[γαλήνη]], [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[κατάσταση]] ενός σώματος του οποίου τα [[σημεία]] δεν μεταβάλλουν [[θέση]] ως [[προς]] ένα [[σύστημα]] αναφοράς.
|mltxt=η (AM [[ἠρεμία]]) [[ήρεμος]]<br /><b>1.</b> [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ακινησία]], [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[γαλήνη]], [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[κατάσταση]] ενός σώματος του οποίου τα [[σημεία]] δεν μεταβάλλουν [[θέση]] ως [[προς]] ένα [[σύστημα]] αναφοράς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠρεμία:''' ἡ, [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ακινησία]]· ἐπὶ ἠρεμίας [[ὑμῶν]], σε Δημ.
}}
}}