Anonymous

ἠρεμία: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />calme, tranquillité, repos.<br />'''Étymologie:''' *ἠρεμής.
|btext=ας (ἡ) :<br />calme, tranquillité, repos.<br />'''Étymologie:''' *ἠρεμής.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἠρεμία]]) [[ήρεμος]]<br /><b>1.</b> [[ησυχία]], [[αταραξία]], [[ακινησία]], [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[γαλήνη]], [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φυσ.</b> [[κατάσταση]] ενός σώματος του οποίου τα [[σημεία]] δεν μεταβάλλουν [[θέση]] ως [[προς]] ένα [[σύστημα]] αναφοράς.
}}
}}