3,271,097
edits
(16) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[θάμβος]], -εος, το και [[θάμβος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] («και ἐγένετο [[θάμβος]] ἐπὶ πάντας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[φόβος]] που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος<br /><b>3.</b> [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] που προκαλεί [[κατάπληξη]] ή θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> απότομη [[οπτική]] [[διαταραχή]] που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]] και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς [[θάμβος]] ἦν»)<br /><b>2.</b> [[θαύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. [[τέθηπα]] (υπερσ. <i>ετεθήπεα</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. [[ταφών]] «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρέφομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρεφ</i>·) -[[θρόμβος]], [[στρέφω]]- [[στρόμβος]]. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. <i>afdobn</i> = <i>φιμώθητι</i> «σώπα», [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>dhăbh</i>- και στη [[σύνδεση]] με μσν. αγγλ. <i>dabben</i> «[[χτυπώ]] απαλά», νέο άνω γερμ. <i>tappen</i> κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>dumbs</i> «[[βουβός]], [[άφωνος]]» της ΙΕ ρίζας <i>dhembh</i>- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. <i>θέμβος</i> <span style="color: red;"><</span> ενεστ. <i>θέμβω</i> και <i>θομβέω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαμβός]], [[θαμβώνω]] (-<i>ω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαμβαίνω]], [[θαμβαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθαμβής]], [[μεγαθαμβής]], [[περιθαμβής]], [[πολυθαμβής]]. | |mltxt=το (Α [[θάμβος]], -εος, το και [[θάμβος]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] («και ἐγένετο [[θάμβος]] ἐπὶ πάντας», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[φόβος]] που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος<br /><b>3.</b> [[λαμπρότητα]], [[μεγαλείο]] που προκαλεί [[κατάπληξη]] ή θαυμασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> απότομη [[οπτική]] [[διαταραχή]] που προκαλείται από έντονο εκτυφλωτικό φως το οποίο κάνει τον προσβαλλόμενο ανίκανο να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που προκαλεί [[έκπληξη]] και θαυμασμό («ὁ γάρ κολοσσὸς [[θάμβος]] ἦν»)<br /><b>2.</b> [[θαύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με αρχ. παρακμ. [[τέθηπα]] (υπερσ. <i>ετεθήπεα</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταφ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, <i>το</i> οποίο απαντά μόνο στη μτχ. θεματ. αορ. [[ταφών]] «αυτός που θαμπώθηκε, που εξεπλάγη» — <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρέφομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θρεφ</i>·) -[[θρόμβος]], [[στρέφω]]- [[στρόμβος]]. Η λ. συνδέθηκε, εξάλλου, με γοτθ. προστ. <i>afdobn</i> = <i>φιμώθητι</i> «σώπα», [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>dhăbh</i>- και στη [[σύνδεση]] με μσν. αγγλ. <i>dabben</i> «[[χτυπώ]] απαλά», νέο άνω γερμ. <i>tappen</i> κ.ά. Τέλος, υπετέθη ότι η λ. εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>dumbs</i> «[[βουβός]], [[άφωνος]]» της ΙΕ ρίζας <i>dhembh</i>- από την οποία θα προήλθε αμάρτ. <i>θέμβος</i> <span style="color: red;"><</span> ενεστ. <i>θέμβω</i> και <i>θομβέω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θαμβός]], [[θαμβώνω]] (-<i>ω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θαμβαίνω]], [[θαμβαλέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθαμβής]], [[μεγαθαμβής]], [[περιθαμβής]], [[πολυθαμβής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θάμβος:''' -εος, τό (από τη √<i>ΤΑΦ</i>, βλ. [[τέθηπα]]) = [[τάφος]] (τό), [[έκπληξη]], [[ισχυρός]] [[θαυμασμός]], σε Όμηρ., Αττ. | |||
}} | }} |