Anonymous

θάμβος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάμβος:''' -εος, τό (από τη √<i>ΤΑΦ</i>, βλ. [[τέθηπα]]) = [[τάφος]] (τό), [[έκπληξη]], [[ισχυρός]] [[θαυμασμός]], σε Όμηρ., Αττ.
|lsmtext='''θάμβος:''' -εος, τό (από τη √<i>ΤΑΦ</i>, βλ. [[τέθηπα]]) = [[τάφος]] (τό), [[έκπληξη]], [[ισχυρός]] [[θαυμασμός]], σε Όμηρ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''θάμβος:''' εος (эп. gen. [[θάμβευς]]) τό<br /><b class="num">1)</b> изумление: θ. ἔχεν τινά Hom. или ἐγένετο θ. ἐπί τινα NT изумление охватило кого-л.; τόλμης θ. Thuc. поразительная отвага;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. страх, потрясение, ужас (θάμβει ἐκπτήσσειν τινὰ οἴκων Eur.): θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. пораженные ужасом; ὑπ᾽ αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. от стыда и ужаса.
}}
}}