Anonymous

ᾗ: Difference between revisions

From LSJ
1,228 bytes added ,  30 December 2018
4
(Autenrieth)
(4)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[where]] ([[whither]]), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310.
|auten=[[where]] ([[whither]]), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ᾗ:''' δοτ. θηλ. ενικ. της αναφορ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, σε Όμηρ.· [[συχνά]] με επιρρημ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> χρησιμοποιείται για [[τόπο]], σε όποιο [[μέρος]], όπου, συγγενές με το δεικτικό <i>τῇ</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> χρησιμοποιείται για τρόπο, όπως, ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γι' αυτό, εξαιτίας [[αυτού]], Λατ. [[quare]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> = καθ' [[ὅτι]], <i>ὡς</i>, Λατ. [[qua]], [[quatenus]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> συνδυαζόμενο με υπερθ.· ᾗ ἐδύνατο [[τάχιστα]], όσο [[γρήγορα]] μπορούσε, στον ίδ.· ᾗ ῥᾶστά τε καὶ [[ἥδιστα]], στον ίδ.<br /><b class="num">• ᾗ:</b> δοτ. θηλ. ενικ. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅν</i>, [[δικός]] του, δική του, δικό του.
}}
}}