3,273,787
edits
(16) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[θανάσιμος]], -ον) [[θάνατος]]<br />αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο [[θανατηφόρος]] (α. «θανάσιμο [[τραύμα]]» β. «θηρία θανάσιμα» — ερπετά με θανατηφόρο [[δηλητήριο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κακή [[πράξη]] ή [[αδίκημα]]) [[ασυγχώρητος]], βαρύτατος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θανάσιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κληρίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμο [[αμάρτημα]]» — βαρύτατο [[αμάρτημα]], το οποίο δεν [[είναι]] δυνατόν να συγχωρηθεί<br />β) «θανάσιμο [[μίσος]]» — υπερβολικό [[μίσος]] που δεν εξαλείφεται [[παρά]] μόνο με τον θάνατο του μισητού προσώπου<br />γ) «[[θανάσιμος]] [[εχθρός]]» — [[εχθρός]] [[μέχρι]] θανάτου, με τον οποίο δεν υπάρχει [[δυνατότητα]] συνδιαλλαγής<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρεπτικός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>2.</b> [[νεκρός]]<br /><b>3.</b> αυτός που υπόκειται στον θάνατο, ο [[θνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμον [[αἷμα]]» — το [[αίμα]] από θανάσιμο [[χτύπημα]]<br />β) «[[θανάσιμος]] [[γόος]]» — [[μοιρολόι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανάσιμον</i><br />[[ουσία]] που επιφέρει τον θάνατο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανασίμως</i> και <i>θανάσιμα</i> (Α θανασίμως και θανάσιμα)<br />με θανάσιμο τρόπο, θανατηφόρως<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέχρι]] θανάτου. | |mltxt=-η, -ο (AM [[θανάσιμος]], -ον) [[θάνατος]]<br />αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο [[θανατηφόρος]] (α. «θανάσιμο [[τραύμα]]» β. «θηρία θανάσιμα» — ερπετά με θανατηφόρο [[δηλητήριο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κακή [[πράξη]] ή [[αδίκημα]]) [[ασυγχώρητος]], βαρύτατος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θανάσιμος]]<br />κολεόπτερο [[έντομο]] της οικογένειας κληρίδες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμο [[αμάρτημα]]» — βαρύτατο [[αμάρτημα]], το οποίο δεν [[είναι]] δυνατόν να συγχωρηθεί<br />β) «θανάσιμο [[μίσος]]» — υπερβολικό [[μίσος]] που δεν εξαλείφεται [[παρά]] μόνο με τον θάνατο του μισητού προσώπου<br />γ) «[[θανάσιμος]] [[εχθρός]]» — [[εχθρός]] [[μέχρι]] θανάτου, με τον οποίο δεν υπάρχει [[δυνατότητα]] συνδιαλλαγής<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρεπτικός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>2.</b> [[νεκρός]]<br /><b>3.</b> αυτός που υπόκειται στον θάνατο, ο [[θνητός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «θανάσιμον [[αἷμα]]» — το [[αίμα]] από θανάσιμο [[χτύπημα]]<br />β) «[[θανάσιμος]] [[γόος]]» — [[μοιρολόι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανάσιμον</i><br />[[ουσία]] που επιφέρει τον θάνατο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανασίμως</i> και <i>θανάσιμα</i> (Α θανασίμως και θανάσιμα)<br />με θανάσιμο τρόπο, θανατηφόρως<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέχρι]] θανάτου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θᾰνάσῐμος:''' [νᾰ], -ον ([[θνῄσκω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θανατηφόρος]], [[μοιραίος]], σε Τραγ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θάνατο· θανάσιμον [[αἷμα]], το [[αίμα]] του πεθαμένου, σε Αισχύλ.· <i>μέλψασα θανάσιμον γάον</i>, [[αφού]] έψαλε το θρηνώδες [[άσμα]] του θανάτου μου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που βρίσκεται κοντά στο θάνατο, σε Σοφ., Πλάτ.· αυτός που υποτάσσεται στο θάνατο, ο [[θνητός]], σε Πλάτ.· επίσης, [[νεκρός]], πεθαμένος, σε Σοφ. | |||
}} | }} |