Anonymous

θανάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θᾰνάσῐμος:''' [νᾰ], -ον ([[θνῄσκω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θανατηφόρος]], [[μοιραίος]], σε Τραγ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θάνατο· θανάσιμον [[αἷμα]], το [[αίμα]] του πεθαμένου, σε Αισχύλ.· <i>μέλψασα θανάσιμον γάον</i>, [[αφού]] έψαλε το θρηνώδες [[άσμα]] του θανάτου μου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που βρίσκεται κοντά στο θάνατο, σε Σοφ., Πλάτ.· αυτός που υποτάσσεται στο θάνατο, ο [[θνητός]], σε Πλάτ.· επίσης, [[νεκρός]], πεθαμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''θᾰνάσῐμος:''' [νᾰ], -ον ([[θνῄσκω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θανατηφόρος]], [[μοιραίος]], σε Τραγ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο θάνατο· θανάσιμον [[αἷμα]], το [[αίμα]] του πεθαμένου, σε Αισχύλ.· <i>μέλψασα θανάσιμον γάον</i>, [[αφού]] έψαλε το θρηνώδες [[άσμα]] του θανάτου μου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που βρίσκεται κοντά στο θάνατο, σε Σοφ., Πλάτ.· αυτός που υποτάσσεται στο θάνατο, ο [[θνητός]], σε Πλάτ.· επίσης, [[νεκρός]], πεθαμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰνάσιμος:''' (νᾰ)<br /><b class="num">1)</b> смертный, сулящий смерть ([[μόρος]] Eur.; τύχαι Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> смертельный, губительный, убийственный (φάρμακα Eur., Plut.; [[νόσημα]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">3)</b> ядовитый (δήγματα Arst.; θηρία Polyb.; θανάσιμόν τι πίνειν NT): θανάσιμα δάκνειν Diod. причинить смертельный укус;<br /><b class="num">4)</b> несущий или причинивший смерть ([[χείρωμα]] Soph.; [[πέσημα]] Soph.; [[βλάβη]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> смертоносный ([[πέπλος]], sc. Νέσσου Soph.; [[βέλος]] Plut.);<br /><b class="num">6)</b> вызванный (чьей-л.) смертью, проникнутый скорбью об умершем ([[γόος]] Aesch.);<br /><b class="num">7)</b> близкий к смерти, умирающий: [[ἤδη]] θ. Plat. он уже умирает;<br /><b class="num">8)</b> умерший, мертвый: θανάσιμον ἀνδρὸς [[αἷμα]] Aesch. кровь убитого; Ἃιδου θανάσιμοι οἰκήτορες Soph. усопшие жители Гадеса.
}}
}}