Anonymous

θεμιτός: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θεμιτός]], -ή, -όν) [[θέμις]] (Ι)]<br />[[σύμφωνος]] με τους θείους και τους ανθρώπινους νόμους, [[δίκαιος]], όσιος, [[νόμιμος]] (α. «δεν [[είναι]] θεμιτό τα [[παιδιά]] να βρίζουν τους γονείς» β. «οὐ θεμιτόν ἐστι ἐσιέναι ἄλλον», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεμιτώς</i> (Α θεμιτῶς)<br />με θεμιτό τρόπο, [[νόμιμα]], δίκαια.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θεμιτός]], -ή, -όν) [[θέμις]] (Ι)]<br />[[σύμφωνος]] με τους θείους και τους ανθρώπινους νόμους, [[δίκαιος]], όσιος, [[νόμιμος]] (α. «δεν [[είναι]] θεμιτό τα [[παιδιά]] να βρίζουν τους γονείς» β. «οὐ θεμιτόν ἐστι ἐσιέναι ἄλλον», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεμιτώς</i> (Α θεμιτῶς)<br />με θεμιτό τρόπο, [[νόμιμα]], δίκαια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεμῐτός:''' -ή, -όν ([[θέμις]]), όπως το [[θεμιστός]], αυτός που επιτρέπεται από τους νόμους των θεών και των ανθρώπων, [[δίκαιος]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>οὐ θεμιτόν</i> (<i>ἐστι</i>), όπως το οὐ [[θέμις]], σε Πίνδ., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}