θεμιτός

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμῐτός Medium diacritics: θεμιτός Low diacritics: θεμιτός Capitals: ΘΕΜΙΤΟΣ
Transliteration A: themitós Transliteration B: themitos Transliteration C: themitos Beta Code: qemito/s

English (LSJ)

θεμιτή, θεμιτόν, (θέμις) allowed by the laws of God and men, righteous, οὐ θεμιτόν [ἐστι], = οὐ θέμις, c. inf., οὐ θ. οἱ ἔφασκε πίνειν οἶνον h.Cer.207, cf. Pi.P.9.42, S.OT993, OC1758 (anap.), E.Or.97, Theoc.5.136, etc.: in Prose, Hdt.3.37,5.72, Pl.Ap.30d, IG 2.1059.16, 14.1390; μηδὲ θεμιτὸν… μηδ' ὅσιον D.21.148: in plural, τὰ μὴ θεμίτ' ἦν [ἰδεῖν] dub. l. in Call.Lav.Pall.78. Adv. θεμιτῶς Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1194] = θεμιστός, gew. mit der Negation, οὐ θεμιτόν, Pind. P. 9, 43; ἀλλ' οὐ θεμιτὸν γὰρ κεῖσε μολεῖν Soph. O. C. 1755; ἦ ῥητόν; ἢ οὐ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι; O. R. 993, wo des Verses wegen θεμιστόν geändert wird; σοὶ δ' οὐχὶ θεμιτὸν πρὸς φίλον στείχειν τάφον Eur. Or. 97; Phoen. 615; οὗ δῆτ' ἀνδράσιν οὐ θεμιτὸν εἰσορᾶν ὄργια σεμνὰ θεαῖν Ar. Th. 1150; auch in Prosa, gew. mit der Negation, Plat. Phaedr. 256 d Gorg. 497 c Phaed. 61 c, u. einzeln bei Sp., οὐ θεμιτὸν εἶναι χωλὸν γενέσθαι βασιλέα Plut. Agesil. 3; οὔτε ὅσιον οὔτε θεμιτόν D. Hal. 9, 13; εἰ θεμιτὸν εἰπεῖν S. Emp. adv. gramm. 81. – Adv., VLL.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
réglé par les lois divines ou humaines ; οὐ θεμιτόν (ἐστι) il n'est pas permis par les lois, avec l'inf..
Étymologie: θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θεμῐτός: правильный, дозволенный, справедливый, законный (преимущ. с отриц.) Pind., Soph., Eur., Arph.: λέγεις τὸ μὴ θεμιτὸν εἶναι ἑαυτὸν βιάζεσθαι Plat. ты говоришь, что неправильно кончать жизнь самоубийством; μηδὲ θεμιτὸν μηδὲ ὅσιον Dem. (это) недопустимо ни по писаным законам, ни по неписаным; εἰ θεμιτὸν εἰπεῖν Sext. если позволено (так) выразиться.

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτός: -ή, -όν, (θέμις) ὡς τὸ θεμιστός, σύμφωνος πρὸς τοὺς θείους καὶ ἀνθρωπίνους νόμους, ὅσιος, δίκαιος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 207· οὐ θεμιτόν ἐστι, ὡς τὸ οὐ θέμις, μετ’ ἀπαρ., Πίνδ. Π. 9. 75, Σοφ. Ο. Τ. 993, Ο. Κ. 1758, Εὐρ., κτλ.· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 3. 37., 5. 72, Πλάτ. Ἀπολ. 30D, Συλλ. Ἐπιγρ. 26, 103. 16, κτλ.· μηδὲ θεμιτὸν... μηδὲ ὅσιον Δημ. 562. 20· ὡσαύτως κατὰ πληθ., τὰ μὴ θεμίτ’ ἧς ἰδεῖν Καλλ. ἐν Λουτρ. Παλλάδ. 78. - Ἐπίρρ. -τῶς, Φώτ., Σουΐδ.

English (Slater)

θεμῐτός rightful “σέ (= Ἀπόλλωνα), τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” (P. 9.42)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θεμιτός, -ή, -όν) θέμις (Ι)]
σύμφωνος με τους θείους και τους ανθρώπινους νόμους, δίκαιος, όσιος, νόμιμος (α. «δεν είναι θεμιτό τα παιδιά να βρίζουν τους γονείς» β. «οὐ θεμιτόν ἐστι ἐσιέναι ἄλλον», Ηρόδ.).
επίρρ...
θεμιτώς (Α θεμιτῶς)
με θεμιτό τρόπο, νόμιμα, δίκαια.

Greek Monotonic

θεμῐτός: -ή, -όν (θέμις), όπως το θεμιστός, αυτός που επιτρέπεται από τους νόμους των θεών και των ανθρώπων, δίκαιος, σε Ομηρ. Ύμν.· οὐ θεμιτόν (ἐστι), όπως το οὐ θέμις, σε Πίνδ., Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

θεμῐτός, ή, όν θέμις
like θεμιστός, allowed by the laws of God and men, righteous, Hhymn.; οὐ θεμιτόν [ἐστι], like οὐ θέμις, Pind., Hdt., Attic