Anonymous

θεόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεόγλωσσος]], -ον (Α)<br />(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή [[γλώσσα]], που τα ποιήματά του έχουν [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> ([[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=[[θεόγλωσσος]], -ον (Α)<br />(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή [[γλώσσα]], που τα ποιήματά του έχουν [[θεία]] [[έμπνευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> ([[γλώσσα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>γλωσσος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει τη [[γλώσσα]] των θεών, σε Ανθ. Π.
}}
}}