Anonymous

θεόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει τη [[γλώσσα]] των θεών, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θεόγλωσσος:''' -ον ([[γλῶσσα]]), αυτός που μιλάει τη [[γλώσσα]] των θεών, σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θεόγλωσσος:''' одаренный божественным языком, т. е. поэтическим даром (γυναῖκες Anth.).
}}
}}