3,273,006
edits
(16) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἠθμός]], Α αττ. τ. [[ἡθμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέσον]] που χρησιμοποιείται για [[διήθηση]], για [[στράγγισμα]], για [[σούρωμα]], [[διυλιστήριο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[φίλτρο]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> πορώδες [[σώμα]] διά μέσου του οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να απαλλαγεί από τις στερεές ουσίες που βρίσκονται εν αιωρήσει [[μέσα]] στη [[μάζα]] του ή γενικά [[είναι]] αναμεμιγμένα με αυτό, [[φίλτρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ηθμοί ακτίνων» — μικροί δίσκοι από [[αργίλιο]] ή ψευδάργυρο που χρησιμοποιούνται στην [[ακτινοθεραπεία]]<br />β) «φωτογραφικοί ηθμοί» — παραλληλεπίπεδα κιτρινόχροα διαφανή σώματα που τοποθετούνται [[μπροστά]] στον φωτογραφικό φακό για να απορροφούν τις κυανές ακτίνες<br />γ) «[[ηθμός]] [[μικροβιοκρατής]]» — [[φίλτρο]] που κατασκευάζεται από πορώδη υλικά και χρησιμοποιείται για να κατακρατεί με [[διήθηση]] ή [[απορρόφηση]] [[βακτήρια]] και σωματίδια μεγέθους χημικού μορίου από [[αέρια]] ή υγρά<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για [[κρασί]])<br /><b>1.</b> διάτρητο [[δοχείο]] που χρησιμοποιείται για [[στράγγιση]], [[σουρωτήρι]], [[στραγγιστήρι]], τρυπητό<br /><b>2.</b> (συνεκδ. για τις βλεφαρίδες ως προφυλακτήρες τών ματιών) [[προφυλακτήρας]], [[διυλιστήρας]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] παγίδων που χρησιμοποιούνται για τη [[σύλληψη]] χελιών<br /><b>4.</b> <b>επιγρ.</b> [[υδροφράκτης]]<br /><b>5.</b> το ηθμοειδές [[οστό]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> (λέγεται για [[ματαιοπονία]]) «τῷ ήθμῷ ἀντλεῑν» — το να αντλεί [[κανείς]] με [[σουρωτήρι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠθμός]] [[σχοίνινος]]» — μικρό [[κάνιστρο]] πλεγμένο από [[σχοινί]], στο οποίο οι παίκτες έριχναν τους πεσσούς, τα ζάρια ή τους κύβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηθώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παλ</i>-<i>μός</i>, <i>συνειρ</i>-<i>μός</i>)]. | |mltxt=ο (AM [[ἠθμός]], Α αττ. τ. [[ἡθμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[μέσον]] που χρησιμοποιείται για [[διήθηση]], για [[στράγγισμα]], για [[σούρωμα]], [[διυλιστήριο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[φίλτρο]]<br /><b>2.</b> <b>χημ.</b> πορώδες [[σώμα]] διά μέσου του οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να απαλλαγεί από τις στερεές ουσίες που βρίσκονται εν αιωρήσει [[μέσα]] στη [[μάζα]] του ή γενικά [[είναι]] αναμεμιγμένα με αυτό, [[φίλτρο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ηθμοί ακτίνων» — μικροί δίσκοι από [[αργίλιο]] ή ψευδάργυρο που χρησιμοποιούνται στην [[ακτινοθεραπεία]]<br />β) «φωτογραφικοί ηθμοί» — παραλληλεπίπεδα κιτρινόχροα διαφανή σώματα που τοποθετούνται [[μπροστά]] στον φωτογραφικό φακό για να απορροφούν τις κυανές ακτίνες<br />γ) «[[ηθμός]] [[μικροβιοκρατής]]» — [[φίλτρο]] που κατασκευάζεται από πορώδη υλικά και χρησιμοποιείται για να κατακρατεί με [[διήθηση]] ή [[απορρόφηση]] [[βακτήρια]] και σωματίδια μεγέθους χημικού μορίου από [[αέρια]] ή υγρά<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για [[κρασί]])<br /><b>1.</b> διάτρητο [[δοχείο]] που χρησιμοποιείται για [[στράγγιση]], [[σουρωτήρι]], [[στραγγιστήρι]], τρυπητό<br /><b>2.</b> (συνεκδ. για τις βλεφαρίδες ως προφυλακτήρες τών ματιών) [[προφυλακτήρας]], [[διυλιστήρας]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] παγίδων που χρησιμοποιούνται για τη [[σύλληψη]] χελιών<br /><b>4.</b> <b>επιγρ.</b> [[υδροφράκτης]]<br /><b>5.</b> το ηθμοειδές [[οστό]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> (λέγεται για [[ματαιοπονία]]) «τῷ ήθμῷ ἀντλεῑν» — το να αντλεί [[κανείς]] με [[σουρωτήρι]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἠθμός]] [[σχοίνινος]]» — μικρό [[κάνιστρο]] πλεγμένο από [[σχοινί]], στο οποίο οι παίκτες έριχναν τους πεσσούς, τα ζάρια ή τους κύβους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηθώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παλ</i>-<i>μός</i>, <i>συνειρ</i>-<i>μός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠθμός:''' ὁ (ἤθω), στραγγιστήριο, [[διυλιστήριο]], σε Ευρ.· λέγεται για τις βλεφαρίδες, σε Ξεν. | |||
}} | }} |