Anonymous

ἠθμός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠθμός:''' ὁ (ἤθω), στραγγιστήριο, [[διυλιστήριο]], σε Ευρ.· λέγεται για τις βλεφαρίδες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἠθμός:''' ὁ (ἤθω), στραγγιστήριο, [[διυλιστήριο]], σε Ευρ.· λέγεται για τις βλεφαρίδες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠθμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> сито, решето, тж. фильтр Xen., Plut., Anth.: τῷ ἠθμῷ ἀντλεῖν погов. Arst. черпать решетом (о бесполезной работе);<br /><b class="num">2)</b> плетеная корзина, лукошко (ψηφῖδας ἀπ᾽ ἠθμοῦ [[βαλεῖν]] Anth.).
}}
}}