Anonymous

θεμίζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεμίζω:''' ([[θέμις]]), [[κρίνω]], [[εκδικάζω]]· Μέσ., θεμισσάμενοι [[ὀργάς]], ρυθμίζοντας, ελέγχοντας τις επιθυμίες μας, σε Πίνδ.
|lsmtext='''θεμίζω:''' ([[θέμις]]), [[κρίνω]], [[εκδικάζω]]· Μέσ., θεμισσάμενοι [[ὀργάς]], ρυθμίζοντας, ελέγχοντας τις επιθυμίες μας, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεμίζω:''' творить суд, судить; med. управлять по закону, перен. сдерживать, обуздывать ([[ὀργάς]] Pind.).
}}
}}