Anonymous

ζωή: Difference between revisions

From LSJ
664 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM ζωή, Μ και ζωγή, Α δωρ. τ. ζωά και ζόα, ιων. και ποιητ. τ. ζόη, αιολ. τ. [[ζοΐα]])<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών [[κοινών]] σε όλα τα ενόργανα όντα χαρακτήρων, οι οποίοι τά διακρίνουν από τα άψυχα αντικείμενα και εξαφανίζονται τη [[στιγμή]] του θανάτου τους («ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[σημαντικός]] [[παράγοντας]] της ζωής τών ζώων και τών [[φυτών]]»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών λειτουργιών ή εκδηλώσεων τών έμβιων όντων, η ύπαρξη, ο [[βίος]]<br /><b>3.</b> η [[διάρκεια]] του βίου α) από τη [[γέννηση]] έως τον θάνατο («η ζωή του ανθρώπου σπάνια υπερβαίνει τα [[εκατό]] [[χρόνια]]»)<br />β) από τη [[γέννηση]] έως την παρούσα [[στιγμή]] («στη ζωή μου δεν είδα τόσο [[θάρρος]]»)<br />γ) από κάποια δεδομένη [[στιγμή]] έως τον θάνατο («θα σε [[μισώ]] σε όλη μου τη ζωή»)<br /><b>4.</b> ο [[τρόπος]] [[κατά]] τον οποίο ζει [[κάποιος]] (α. «η ζωή στο Παρίσι [[είναι]] ευχάριστη» β. «ζόην ἔζωον τὴν αὐτήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b><br /><i>οι ζωές</i><br />οι άνθρωποι<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γεγονότων που συνέβησαν σε κάποιον ή που έπραξε [[κάποιος]], η [[βιογραφία]] («έγραψε την [[ιστορία]] της ζωής του»)<br /><b>3.</b> η ζωντανή [[πραγματικότητα]], όπως γίνεται γνωστή με την άμεση [[πείρα]] («δεν ξέρεις τη ζωή [[ακόμη]]»)<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζωντάνια]], [[δραστηριότητα]], [[ζωτικότητα]], [[σφρίγος]] («αυτό το [[παιδί]] [[είναι]] όλο ζωή»)<br /><b>5.</b> (για [[έθνος]], [[χώρα]], [[κράτος]]) ο [[ιστορικός]] [[βίος]], η [[ιστορία]] («η ένδοξη ζωή του έθνους μας»)<br /><b>6.</b> η χρονική [[διάρκεια]] της ύπαρξης («η ζωή του πλανήτη δεν μπορεί να οριστεί με [[ακρίβεια]]»)<br /><b>7.</b> [[συντήρηση]], [[διατροφή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (για όρκους) «στη ζωή τών παιδιών μου» — να μη χαρώ τα [[παιδιά]] μου, αν [[ψεύδομαι]]<br />β) «περνά ζωή και [[κότα]]» — ζει με πολλές ανέσεις<br />γ) «ζωή χαρισάμενη» — το να ζει [[κάποιος]] άνετα, ευτυχισμένα<br />δ) «ζωή σκυλίσια» — ζωή γεμάτη στερήσεις και κακουχίες, βασανισμένη ζωή<br />ε) «δεν έχει ζωή» ή «δεν [[είναι]] για ζωή» ή «βρίσκεται [[μεταξύ]] ζωής και τάφου» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br />στ) «ζωή σε λόγου σας» ή «ζωή σε σάς» — συλλυπητήρια [[ευχή]] στους συγγενείς του νεκρού<br />ζ) «εφ' όρου ζωής» — για όλη τη ζωή, ισοβίως<br />η) «[[είναι]] [[θέμα]] ζωής ή θανάτου» — [[είναι]] [[θέμα]] εξαιρετικής σπουδαιότητας, [[είναι]] επείγον [[θέμα]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) τα [[προς]] το ζην αναγκαία («ακρίβηνε πολύ η ζωή»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[γάλα]]) ο [[αφρός]], το [[καϊμάκι]], η [[κρούστα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «(ἓ)ως ζωῆς» ή «ἕως τὴν ζωήν» ή «[[μέχρι]] ζωῆς» ή «ὡς ἐφόρους τῆς ζωῆς» — ισόβια, ώς τον θάνατο<br /><b>3.</b> (ως [[προσφώνηση]]) «ζωή μου»<br /><b>4.</b> (ως [[επιφώνημα]]) «ζωὴ εἰς κάποιον» — [[ζήτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[περιουσία]], το [[βίος]], τα [[υπάρχοντα]] κάποιου («ἦ γὰρ oἱ ζωὴ γ' ἦν [[ἄσπετος]]», <b>Ομ.</b> Οδ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[ξύλον]] τῆς ζωῆς» <br />α) ο Σταυρός του Χριστού<br />β. το [[ξύλο]] του παραδείσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>. Η [[λέξη]] διακρίνεται από την συνώνυμη της [[βίος]], η οποία δηλώνει περισσότερο τη [[διάρκεια]] ή τον τρόπο ζωής.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) [[ζωαρκής]], [[ζωοδότης]], [[ζωοποιός]], [[ζωοφόρος]], [[ζώφυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζωαλκής]], [[ζωάρχιος]], [[ζωθάλμιος]], [[ζωθαλπής]], [[ζωοδοτήρ]], [[ζωοθετώ]], [[ζωόσοφος]], <b>αρχ.-μσν.</b> [[ζωάγρια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωοδόνος]], [[ζωομύριστος]], [[ζωοσταγής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζωηφόρος]], [[ζωοπάροχος]]<br />(Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[παλιοζωή]], <i>τρελοζωή</i>, <i>φτωχοζωή</i>, <i>ψευτοζωή</i>].
|mltxt=η (AM ζωή, Μ και ζωγή, Α δωρ. τ. ζωά και ζόα, ιων. και ποιητ. τ. ζόη, αιολ. τ. [[ζοΐα]])<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών [[κοινών]] σε όλα τα ενόργανα όντα χαρακτήρων, οι οποίοι τά διακρίνουν από τα άψυχα αντικείμενα και εξαφανίζονται τη [[στιγμή]] του θανάτου τους («ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[σημαντικός]] [[παράγοντας]] της ζωής τών ζώων και τών [[φυτών]]»)<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών λειτουργιών ή εκδηλώσεων τών έμβιων όντων, η ύπαρξη, ο [[βίος]]<br /><b>3.</b> η [[διάρκεια]] του βίου α) από τη [[γέννηση]] έως τον θάνατο («η ζωή του ανθρώπου σπάνια υπερβαίνει τα [[εκατό]] [[χρόνια]]»)<br />β) από τη [[γέννηση]] έως την παρούσα [[στιγμή]] («στη ζωή μου δεν είδα τόσο [[θάρρος]]»)<br />γ) από κάποια δεδομένη [[στιγμή]] έως τον θάνατο («θα σε [[μισώ]] σε όλη μου τη ζωή»)<br /><b>4.</b> ο [[τρόπος]] [[κατά]] τον οποίο ζει [[κάποιος]] (α. «η ζωή στο Παρίσι [[είναι]] ευχάριστη» β. «ζόην ἔζωον τὴν αὐτήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b><br /><i>οι ζωές</i><br />οι άνθρωποι<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γεγονότων που συνέβησαν σε κάποιον ή που έπραξε [[κάποιος]], η [[βιογραφία]] («έγραψε την [[ιστορία]] της ζωής του»)<br /><b>3.</b> η ζωντανή [[πραγματικότητα]], όπως γίνεται γνωστή με την άμεση [[πείρα]] («δεν ξέρεις τη ζωή [[ακόμη]]»)<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζωντάνια]], [[δραστηριότητα]], [[ζωτικότητα]], [[σφρίγος]] («αυτό το [[παιδί]] [[είναι]] όλο ζωή»)<br /><b>5.</b> (για [[έθνος]], [[χώρα]], [[κράτος]]) ο [[ιστορικός]] [[βίος]], η [[ιστορία]] («η ένδοξη ζωή του έθνους μας»)<br /><b>6.</b> η χρονική [[διάρκεια]] της ύπαρξης («η ζωή του πλανήτη δεν μπορεί να οριστεί με [[ακρίβεια]]»)<br /><b>7.</b> [[συντήρηση]], [[διατροφή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) (για όρκους) «στη ζωή τών παιδιών μου» — να μη χαρώ τα [[παιδιά]] μου, αν [[ψεύδομαι]]<br />β) «περνά ζωή και [[κότα]]» — ζει με πολλές ανέσεις<br />γ) «ζωή χαρισάμενη» — το να ζει [[κάποιος]] άνετα, ευτυχισμένα<br />δ) «ζωή σκυλίσια» — ζωή γεμάτη στερήσεις και κακουχίες, βασανισμένη ζωή<br />ε) «δεν έχει ζωή» ή «δεν [[είναι]] για ζωή» ή «βρίσκεται [[μεταξύ]] ζωής και τάφου» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br />στ) «ζωή σε λόγου σας» ή «ζωή σε σάς» — συλλυπητήρια [[ευχή]] στους συγγενείς του νεκρού<br />ζ) «εφ' όρου ζωής» — για όλη τη ζωή, ισοβίως<br />η) «[[είναι]] [[θέμα]] ζωής ή θανάτου» — [[είναι]] [[θέμα]] εξαιρετικής σπουδαιότητας, [[είναι]] επείγον [[θέμα]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) τα [[προς]] το ζην αναγκαία («ακρίβηνε πολύ η ζωή»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για το [[γάλα]]) ο [[αφρός]], το [[καϊμάκι]], η [[κρούστα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «(ἓ)ως ζωῆς» ή «ἕως τὴν ζωήν» ή «[[μέχρι]] ζωῆς» ή «ὡς ἐφόρους τῆς ζωῆς» — ισόβια, ώς τον θάνατο<br /><b>3.</b> (ως [[προσφώνηση]]) «ζωή μου»<br /><b>4.</b> (ως [[επιφώνημα]]) «ζωὴ εἰς κάποιον» — [[ζήτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[περιουσία]], το [[βίος]], τα [[υπάρχοντα]] κάποιου («ἦ γὰρ oἱ ζωὴ γ' ἦν [[ἄσπετος]]», <b>Ομ.</b> Οδ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[ξύλον]] τῆς ζωῆς» <br />α) ο Σταυρός του Χριστού<br />β. το [[ξύλο]] του παραδείσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>. Η [[λέξη]] διακρίνεται από την συνώνυμη της [[βίος]], η οποία δηλώνει περισσότερο τη [[διάρκεια]] ή τον τρόπο ζωής.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) [[ζωαρκής]], [[ζωοδότης]], [[ζωοποιός]], [[ζωοφόρος]], [[ζώφυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζωαλκής]], [[ζωάρχιος]], [[ζωθάλμιος]], [[ζωθαλπής]], [[ζωοδοτήρ]], [[ζωοθετώ]], [[ζωόσοφος]], <b>αρχ.-μσν.</b> [[ζωάγρια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωοδόνος]], [[ζωομύριστος]], [[ζωοσταγής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ζωηφόρος]], [[ζωοπάροχος]]<br />(Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[παλιοζωή]], <i>τρελοζωή</i>, <i>φτωχοζωή</i>, <i>ψευτοζωή</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζωή:''' Δωρ. ζωά, Ιων. [[ζόη]], Δωρ. επίσης ζόα, Αιολ. ζοΐα, ἡ ([[ζάω]])·<br /><b class="num">1.</b> τα μέσα προς το ζην, δηλ. τα [[υπάρχοντα]], η [[περιουσία]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· τὴνζόην ποιεῖσθαι ἀπό ή <i>ἔκ τινος</i>, πορίζομαι τα προς το ζην από..., σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ζωή]] (ό,τι και στη Ν.Ε.), ύπαρξη, [[υπόσταση]], σε Τυρτ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[τρόπος]] ζωής, σε Ηρόδ.
}}
}}