Anonymous

θοινάω: Difference between revisions

From LSJ
4
(Autenrieth)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only aor. [[pass]]. inf., θοινηθῆναι, to be entertained at the [[feast]], Od. 4.36†.
|auten=only aor. [[pass]]. inf., θοινηθῆναι, to be entertained at the [[feast]], Od. 4.36†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θοινάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θοίνη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τρώω]], [[καταναλώνω]], [[ἰχθῦς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παρευρίσκομαι]] σε [[συμπόσιο]], συνδιασκεδάζω, <i>φίλους</i>, σε Ευρ.· τὸ [[δεῖπνον]], τό μιν [[ἐκεῖνος]] ἐθοίνησε το [[συμπόσιο]], το οποίο του έδωσε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ήσομαι</i>, και -άσομαι [ᾱ]· αόρ. αʹ <i>ἐθοινήθην</i> και <i>-ησάμην</i>, παρακ. <i>τεθοίνᾱμαι</i>· απόλ., [[ευωχούμαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμπόσιο]], [[γλεντώ]], σε Όμηρ., Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[γλεντώ]] με, σε Ευρ.· ομοίως με γεν. σε Ανθ. Π.
}}
}}