Anonymous

θοινάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θοινάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θοίνη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τρώω]], [[καταναλώνω]], [[ἰχθῦς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παρευρίσκομαι]] σε [[συμπόσιο]], συνδιασκεδάζω, <i>φίλους</i>, σε Ευρ.· τὸ [[δεῖπνον]], τό μιν [[ἐκεῖνος]] ἐθοίνησε το [[συμπόσιο]], το οποίο του έδωσε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ήσομαι</i>, και -άσομαι [ᾱ]· αόρ. αʹ <i>ἐθοινήθην</i> και <i>-ησάμην</i>, παρακ. <i>τεθοίνᾱμαι</i>· απόλ., [[ευωχούμαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμπόσιο]], [[γλεντώ]], σε Όμηρ., Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[γλεντώ]] με, σε Ευρ.· ομοίως με γεν. σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θοινάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[θοίνη]]),<br /><b class="num">I.</b> [[τρώω]], [[καταναλώνω]], [[ἰχθῦς]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παρευρίσκομαι]] σε [[συμπόσιο]], συνδιασκεδάζω, <i>φίλους</i>, σε Ευρ.· τὸ [[δεῖπνον]], τό μιν [[ἐκεῖνος]] ἐθοίνησε το [[συμπόσιο]], το οποίο του έδωσε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ. και Παθ., μέλ. <i>-ήσομαι</i>, και -άσομαι [ᾱ]· αόρ. αʹ <i>ἐθοινήθην</i> και <i>-ησάμην</i>, παρακ. <i>τεθοίνᾱμαι</i>· απόλ., [[ευωχούμαι]], [[συμμετέχω]] σε [[συμπόσιο]], [[γλεντώ]], σε Όμηρ., Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με αιτ., [[γλεντώ]] με, σε Ευρ.· ομοίως με γεν. σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θοινάω:''' <b class="num">1)</b> давать пир, угощать ([[φίλον]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. угощаться, пировать (παρὰ φίλοις Eur.): ἐς δ᾽ αὐτοὺς [[προτέρω]] [[ἄγε]] θοινηθῆναι Hom. введи их, чтобы они приняли участие в пиршестве; θ. ἐλάφων Eur. питаться мясом оленей;<br /><b class="num">3)</b> тж. med. поедать, пожирать ([[ἰχθῦς]] Hes.): [[μῶν]] τεθοίνᾱται [[σέθεν]] ἑταίρους [[Κύκλωψ]]; Eur. неужели Киклоп сожрал твоих спутников?
}}
}}