Anonymous

θρυλέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>mieux que</i> [[θρυλλέω]];<br /><b>1</b> murmurer, chuchoter;<br /><b>2</b> répéter sans cesse <i>ou</i> partout, redire à satiété ; <i>Pass.</i> τὸ τεθρυλημένον πολλοῖς ARSTT ce que tout le monde répète, lieu commun.<br />'''Étymologie:''' [[θρῦλος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>mieux que</i> [[θρυλλέω]];<br /><b>1</b> murmurer, chuchoter;<br /><b>2</b> répéter sans cesse <i>ou</i> partout, redire à satiété ; <i>Pass.</i> τὸ τεθρυλημένον πολλοῖς ARSTT ce que tout le monde répète, lieu commun.<br />'''Étymologie:''' [[θρῦλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρῡλέω:''' (λαϊκιστί [[θρυλλέω]]), μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[δημιουργώ]] συγκεχυμένο θόρυβο, [[φλυαρώ]], [[τραυλίζω]], σε Αριστοφ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[συνεχώς]] για [[κάτι]], [[επαναλαμβάνω]] [[ξανά]] και [[ξανά]], Λατ. decantare, σε Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.· Παθ., <i>τὸ θρυλούμενον</i>, [[κοινή]] [[ομιλία]], το κοινώς λεγόμενο, αυτό που βρίσκεται στο [[στόμα]] όλων, για το οποίο μιλάνε όλοι, στον Δημ.
}}
}}