Anonymous

θρυλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῡλέω''': (κοινῶς θρυλλέω, ἴδε ἐν λ. [[θρῦλος]])· - ποιῶ συγκεχυμένον θόρυβον, φλυαρῶ, τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 348· ἐν Θεοκρ. 2. 142 θρυλέωμι (θρυλέοιμι Ahrens) [[εἶναι]] τρισύλλαβον κατὰ συνίζησιν τοῦ -έω. ΙΙ. μετ. αἰτιατ. πράγμ., συνεχῶς ὁμιλῶ [[περί]] τινος πράγματος, [[ἐπαναλαμβάνω]] [[συχνάκις]], Λατ. decantare, θρυλοῦσ’ ἅ γ’ εἰπεῖν [[ἤθελον]] Εὐρ. Ἠλ. 910· τὰ τοιαύτα οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ θρυλοῦσιν... ὅτι... Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 65Β· τὰ μυθώδη... ἃ πάντες θρυλοῦσιν Ἰσοκρ. 282Β· ὃ πάντες ἐθρύλουν [[τέως]], ὡς δεῖ... Δημ. 11. 1, πρβλ. 30. 21., 390. 5· τὴν τριήρη θρυλήσει, θὰ ἐπιμείνῃ λαλῶν περὶ τῆς τρ., [[αὐτόθι]] 566. 15 - Παθ., εἶμαι [[θέμα]] κοινῆς ὁμιλίας, τὸ θρυλούμενον, περὶ οὗ πάντες λαλοῦσι, περὶ οὗ γίνεται πολὺς [[λόγος]], τὸ... [[πανταχοῦ]] θρ. Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 419C· τὸ θρ. ποτὲ ἀπόρρητον Δημ. 19. 27· ἡ ὑπὸ πάντων θρυλουμένη [[εἰρήνη]] ὁ ἀυτ. 528 ἐν τέλ.· τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θρ. Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 4· οὕτω, περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 4· αἱ τεθρ. καὶ κοιναὶ γνῶμαι ἀυτόθι 2. 21, 11· τὰ τεθρ. περὶ τὸν βάτραχον ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 37, 1, κτλ. - ἐν Σοφ. Φιλ. 1401 τεθρήνηται ἐκ διορθώσεως.
|lstext='''θρῡλέω''': (κοινῶς θρυλλέω, ἴδε ἐν λ. [[θρῦλος]])· - ποιῶ συγκεχυμένον θόρυβον, φλυαρῶ, τὴν νύκτα θρυλῶν καὶ λαλῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 348· ἐν Θεοκρ. 2. 142 θρυλέωμι (θρυλέοιμι Ahrens) [[εἶναι]] τρισύλλαβον κατὰ συνίζησιν τοῦ -έω. ΙΙ. μετ. αἰτιατ. πράγμ., συνεχῶς ὁμιλῶ [[περί]] τινος πράγματος, [[ἐπαναλαμβάνω]] [[συχνάκις]], Λατ. decantare, θρυλοῦσ’ ἅ γ’ εἰπεῖν [[ἤθελον]] Εὐρ. Ἠλ. 910· τὰ τοιαύτα οἱ ποιηταὶ ἡμῖν ἀεὶ θρυλοῦσιν... ὅτι... Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 65Β· τὰ μυθώδη... ἃ πάντες θρυλοῦσιν Ἰσοκρ. 282Β· ὃ πάντες ἐθρύλουν [[τέως]], ὡς δεῖ... Δημ. 11. 1, πρβλ. 30. 21., 390. 5· τὴν τριήρη θρυλήσει, θὰ ἐπιμείνῃ λαλῶν περὶ τῆς τρ., [[αὐτόθι]] 566. 15 - Παθ., εἶμαι [[θέμα]] κοινῆς ὁμιλίας, τὸ θρυλούμενον, περὶ οὗ πάντες λαλοῦσι, περὶ οὗ γίνεται πολὺς [[λόγος]], τὸ... [[πανταχοῦ]] θρ. Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 419C· τὸ θρ. ποτὲ ἀπόρρητον Δημ. 19. 27· ἡ ὑπὸ πάντων θρυλουμένη [[εἰρήνη]] ὁ ἀυτ. 528 ἐν τέλ.· τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θρ. Ἀνάξιππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 4· οὕτω, περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 4· αἱ τεθρ. καὶ κοιναὶ γνῶμαι ἀυτόθι 2. 21, 11· τὰ τεθρ. περὶ τὸν βάτραχον ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. Ζ. 9. 37, 1, κτλ. - ἐν Σοφ. Φιλ. 1401 τεθρήνηται ἐκ διορθώσεως.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>mieux que</i> [[θρυλλέω]];<br /><b>1</b> murmurer, chuchoter;<br /><b>2</b> répéter sans cesse <i>ou</i> partout, redire à satiété ; <i>Pass.</i> τὸ τεθρυλημένον πολλοῖς ARSTT ce que tout le monde répète, lieu commun.<br />'''Étymologie:''' [[θρῦλος]].
}}
}}