Anonymous

θυγάτηρ: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυγάτηρ]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[θυγατέρα]].
|mltxt=[[θυγάτηρ]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[θυγατέρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῠγάτηρ:''' ἡ, γεν. <i>θυγᾰτέρος</i>, συνηρ. <i>θυγατρός</i>, δοτ. <i>θυγᾰτέρι</i>, <i>θυγατρί</i>, αιτ. <i>θυγᾰτέρα</i> [[αλλά]] Επικ. <i>θύγατρα</i>, κλητ. <i>θύγᾰτερ</i>· [[κόρη]], σε Όμηρ., κ.λπ.
}}
}}