Anonymous

θυγάτηρ: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠγάτηρ:''' ἡ, γεν. <i>θυγᾰτέρος</i>, συνηρ. <i>θυγατρός</i>, δοτ. <i>θυγᾰτέρι</i>, <i>θυγατρί</i>, αιτ. <i>θυγᾰτέρα</i> [[αλλά]] Επικ. <i>θύγατρα</i>, κλητ. <i>θύγᾰτερ</i>· [[κόρη]], σε Όμηρ., κ.λπ.
|lsmtext='''θῠγάτηρ:''' ἡ, γεν. <i>θυγᾰτέρος</i>, συνηρ. <i>θυγατρός</i>, δοτ. <i>θυγᾰτέρι</i>, <i>θυγατρί</i>, αιτ. <i>θυγᾰτέρα</i> [[αλλά]] Επικ. <i>θύγατρα</i>, κλητ. <i>θύγᾰτερ</i>· [[κόρη]], σε Όμηρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠγάτηρ:''' θῠγατρός (ᾰ) ἡ (эп. gen. θῡγᾰτέρος; dat. pl. θυγατράσι; во всех четырехсложных формах - θῡ-) дочь Hom. etc.: αἰ Μοισᾶν θύγατρες Pind. = ἀοιδαί; иногда о животных (ἀναβαίνουσι καὶ ἐπὶ θυγατέρας οἱ ἵπποι Arst.).
}}
}}