Anonymous

ἕωλος: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἕωλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη [[μέρα]], [[χθεσινός]], [[παλιός]], [[μπαγιάτικος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) [[μπαγιάτικος]], μουχλιασμένος<br /><b>3.</b> (για αβγά) [[κλούβιος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράξεις) [[παλιός]], απηρχαιωμένος<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ανούσιος]], [[αηδής]]<br /><b>3.</b> (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών<br /><b>4.</b> (για πληρωμές) καθυστερούμενος, [[υπόλοιπος]]<br /><b>5.</b> (για χρήματα) συσσωρευμένος<br /><b>6.</b> (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την [[εκτέλεση]] ενός έργου από τη μια [[μέρα]] στην [[άλλη]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], [[οκνηρός]]<br /><b>7.</b> αυτός που υποφέρει από τη [[μέθη]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]]» — η [[θρυαλλίδα]] που έχει ανθρακωθεί και [[είναι]] έτοιμη να σβήσει<br />β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου<br />γ) «[[ἕωλος]] [[προθυμία]]» — καθυστερημένη [[προθυμία]]<br />δ) «πρόσφατον καὶ [[νέον]] [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — [[φρέσκο]] και νέο [[νερό]] [[είναι]] το [[νερό]] της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕως</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λος</i>].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἕωλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη [[μέρα]], [[χθεσινός]], [[παλιός]], [[μπαγιάτικος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) [[μπαγιάτικος]], μουχλιασμένος<br /><b>3.</b> (για αβγά) [[κλούβιος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράξεις) [[παλιός]], απηρχαιωμένος<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ανούσιος]], [[αηδής]]<br /><b>3.</b> (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών<br /><b>4.</b> (για πληρωμές) καθυστερούμενος, [[υπόλοιπος]]<br /><b>5.</b> (για χρήματα) συσσωρευμένος<br /><b>6.</b> (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την [[εκτέλεση]] ενός έργου από τη μια [[μέρα]] στην [[άλλη]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], [[οκνηρός]]<br /><b>7.</b> αυτός που υποφέρει από τη [[μέθη]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]]» — η [[θρυαλλίδα]] που έχει ανθρακωθεί και [[είναι]] έτοιμη να σβήσει<br />β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου<br />γ) «[[ἕωλος]] [[προθυμία]]» — καθυστερημένη [[προθυμία]]<br />δ) «πρόσφατον καὶ [[νέον]] [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — [[φρέσκο]] και νέο [[νερό]] [[είναι]] το [[νερό]] της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕως</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕωλος:''' -ον (πιθ. από τα [[ἕως]], [[ἠώς]]), αυτός που είναι μιας ημέρας [[παλιός]], αυτός που παραμένει [[μέχρι]] [[αύριο]], [[χθεσινός]], [[μπαγιάτικος]], σε Κωμ.· [[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]], αποδυναμωμένη [[λάμπα]], έτοιμη να σβήσει ([[αφού]] έχει φυσηχθεί), σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενέργειες και καταστάσεις, [[παλιός]], απαρχαιωμένος, σκουριασμένος, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έρχεται μια [[μέρα]] πιο [[αργά]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], σε Πλούτ.
}}
}}