Anonymous

ἕωλος: Difference between revisions

From LSJ
2,317 bytes added ,  29 September 2017
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de la veille;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> éventé, gâté, flétri, fané : ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν PLUT c’est une vieillerie qui sent l’évent de dire ; <i>en parl. de pers.</i> qui arrive trop tard ; qui se ressent encore de l’ivresse de la veille.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἕως]]¹.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de la veille;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> éventé, gâté, flétri, fané : ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν PLUT c’est une vieillerie qui sent l’évent de dire ; <i>en parl. de pers.</i> qui arrive trop tard ; qui se ressent encore de l’ivresse de la veille.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἕως]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἕωλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που απέμεινε από την προηγούμενη [[μέρα]], [[χθεσινός]], [[παλιός]], [[μπαγιάτικος]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα) [[μπαγιάτικος]], μουχλιασμένος<br /><b>3.</b> (για αβγά) [[κλούβιος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πράγματα) αυτός που καθυστέρησε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράξεις) [[παλιός]], απηρχαιωμένος<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ανούσιος]], [[αηδής]]<br /><b>3.</b> (για έγγραφες υποχρεώσεις) αυτός που δεν ισχύει λόγω της παρόδου τών χρονικών προθεσμιών<br /><b>4.</b> (για πληρωμές) καθυστερούμενος, [[υπόλοιπος]]<br /><b>5.</b> (για χρήματα) συσσωρευμένος<br /><b>6.</b> (για πρόσωπα) αυτός που παραμελεί και αναβάλλει την [[εκτέλεση]] ενός έργου από τη μια [[μέρα]] στην [[άλλη]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], [[οκνηρός]]<br /><b>7.</b> αυτός που υποφέρει από τη [[μέθη]] της προηγούμενης ημέρας<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]]» — η [[θρυαλλίδα]] που έχει ανθρακωθεί και [[είναι]] έτοιμη να σβήσει<br />β) «τῶν γάμων... τὴν ἕωλον ἡμέραν» — την επομένη του γάμου<br />γ) «[[ἕωλος]] [[προθυμία]]» — καθυστερημένη [[προθυμία]]<br />δ) «πρόσφατον καὶ [[νέον]] [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ λιμναῑον» — [[φρέσκο]] και νέο [[νερό]] [[είναι]] το [[νερό]] της βροχής, ενώ μπαγιάτικο και παλιό αυτό που λιμνάζει (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἕως</i> (II) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>λος</i>].
}}
}}