Anonymous

θρεπτέος: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[τρέφω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[τρέφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
}}
}}