Anonymous

θρεπτέος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
|lsmtext='''θρεπτέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ. του [[τρέφω]], αυτός που προορίζεται να τραφεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θρεπτέον]], αυτό που πρέπει να τραφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> από την Παθ., αυτός που πρέπει να θρέφεται, να ζει, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρεπτέος:''' adj. verb. к [[τρέφω]].
}}
}}