Anonymous

ἰδιώτης: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ιδιώτις]] (ΑΜ [[ἰδιώτης]], θηλ. [[ἰδιῶτις]])<br /><b>1.</b> ο [[απλός]] [[πολίτης]] σε [[αντιδιαστολή]] με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα της τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο [[αστυνομικός]] συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει ιδιωτικό βίο, αυτός που δεν συμμετέχει στη [[δημόσια]] ζωή, ο [[απλός]] [[πολίτης]] («Δημοσθένει δὲ ὄντι ἰδιώτῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχιατρ.)</b> αυτός που πάσχει από [[ιδιωτεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[άνθρωπος]] του λαού, [[άνθρωπος]] μεσαίας τάξης («οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαϊκός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους κληρικούς («ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῑ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ακαλλιέργητος]], [[αμόρφωτος]] («εἰσὶ πολιτεῑαι, αἱ μὲν ἰδιωτῶν, αἱ δὲ φιλοσόφων καὶ πολιτικῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[άπειρος]], ο [[αδίστακτος]] («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους αξιωματικούς<br /><b>2.</b> ο μη [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ειδικό («καὶ ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά ή γράφει [[χωρίς]] [[καλλιέπεια]] («ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ [[ἄνευ]] μέτρου ὡς [[ἰδιώτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἰδιῶται</i><br />οι πολίτες, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ξένους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰδιῶται θεοί» — οικείοι θεοί (<b>Αριστοφ.</b>) β) «[[ἰδιώτης]] [[βίος]]» — ιδιωτικές ασχολίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «[[ἰδιώτης]] [[λόγος]]» — ο [[τετριμμένος]], ο [[συνηθισμένος]], ο [[καθημερινός]] [[λόγος]] (Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δεσμ</i>-<i>ώτης</i>, <i>θιασ</i>-<i>ώτης</i>. Η σημ. της λ. «[[απλός]] [[πολίτης]]» αντιδιαστέλλεται [[προς]] τη σημ. «[[δημόσιος]] [[άνδρας]]», ενώ στην αρχ. αντιδιαστελλόταν και [[προς]] τη σημ. «[[ειδικός]]» από όπου εξελίχθηκε και στη σημ. «[[αμαθής]], [[αδέξιος]]». Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>idiot</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[ιδιώτις]] (ΑΜ [[ἰδιώτης]], θηλ. [[ἰδιῶτις]])<br /><b>1.</b> ο [[απλός]] [[πολίτης]] σε [[αντιδιαστολή]] με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα της τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο [[αστυνομικός]] συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει ιδιωτικό βίο, αυτός που δεν συμμετέχει στη [[δημόσια]] ζωή, ο [[απλός]] [[πολίτης]] («Δημοσθένει δὲ ὄντι ἰδιώτῃ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχιατρ.)</b> αυτός που πάσχει από [[ιδιωτεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινός]] [[άνθρωπος]] του λαού, [[άνθρωπος]] μεσαίας τάξης («οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λαϊκός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους κληρικούς («ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῑ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ακαλλιέργητος]], [[αμόρφωτος]] («εἰσὶ πολιτεῑαι, αἱ μὲν ἰδιωτῶν, αἱ δὲ φιλοσόφων καὶ πολιτικῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[άπειρος]], ο [[αδίστακτος]] («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους αξιωματικούς<br /><b>2.</b> ο μη [[ειδικός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον ειδικό («καὶ ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά ή γράφει [[χωρίς]] [[καλλιέπεια]] («ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ [[ἄνευ]] μέτρου ὡς [[ἰδιώτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἰδιῶται</i><br />οι πολίτες, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ξένους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἰδιῶται θεοί» — οικείοι θεοί (<b>Αριστοφ.</b>) β) «[[ἰδιώτης]] [[βίος]]» — ιδιωτικές ασχολίες (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «[[ἰδιώτης]] [[λόγος]]» — ο [[τετριμμένος]], ο [[συνηθισμένος]], ο [[καθημερινός]] [[λόγος]] (Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιος</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δεσμ</i>-<i>ώτης</i>, <i>θιασ</i>-<i>ώτης</i>. Η σημ. της λ. «[[απλός]] [[πολίτης]]» αντιδιαστέλλεται [[προς]] τη σημ. «[[δημόσιος]] [[άνδρας]]», ενώ στην αρχ. αντιδιαστελλόταν και [[προς]] τη σημ. «[[ειδικός]]» από όπου εξελίχθηκε και στη σημ. «[[αμαθής]], [[αδέξιος]]». Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>idiot</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰδιώτης:''' -ου, ὁ ([[ἴδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιδιώτης]], [[πολίτης]] σαν μεμονωμένο [[άτομο]]· <i>ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κάποιος]] που διάγει ιδιωτικό βίο, ιδιωτεύει, αντίθ. προς αυτόν που συμμετέχει στα [[πολιτικά]] θέματα ή κατέχει [[δημόσιο]] [[αξίωμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[στρατηγός]], [[απλός]] [[στρατιώτης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]] [[άνθρωπος]] του λαού, [[πληβείος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> ως επίθ., [[ἰδιώτης]] [[βίος]], [[ιδιωτικός]] [[τρόπος]] ζωής, οικογενειακή, σπιτική [[ζωή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που δεν έχει επαγγελματική [[γνώση]] ή [[επάρκεια]], αυτός που δεν ασχολείται με [[καμιά]] [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]], «[[ανειδίκευτος]]», [[ανίδεος]]· ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]], σε Θουκ.· αντίθ. προς το [[ποιητής]], [[πεζογράφος]], σε Πλάτ.· αντίθ. προς τον εκπαιδευμένο στρατιώτη, σε Θουκ.· επίσης, αντίθ. προς τον ειδικευμένο τεχνίτη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αγύμναστος]], [[ανειδίκευτος]], [[άπειρος]] σε [[κάτι]], Λατ. [[expers]], [[rudis]]· [[ἰδιώτης]] ἰατρικῆς, στον ίδ.· επίσης, [[ἰδιώτης]] κατά τι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[άπειρος]], [[αδίδακτος]], [[αμαθής]], στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b><i>ἰδιῶται</i>, εγγενείς πολίτες, αντίθ. προς το <i>ξένοι</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}