Anonymous

ἰδιώτης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδιώτης:''' -ου, ὁ ([[ἴδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιδιώτης]], [[πολίτης]] σαν μεμονωμένο [[άτομο]]· <i>ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κάποιος]] που διάγει ιδιωτικό βίο, ιδιωτεύει, αντίθ. προς αυτόν που συμμετέχει στα [[πολιτικά]] θέματα ή κατέχει [[δημόσιο]] [[αξίωμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[στρατηγός]], [[απλός]] [[στρατιώτης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]] [[άνθρωπος]] του λαού, [[πληβείος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> ως επίθ., [[ἰδιώτης]] [[βίος]], [[ιδιωτικός]] [[τρόπος]] ζωής, οικογενειακή, σπιτική [[ζωή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που δεν έχει επαγγελματική [[γνώση]] ή [[επάρκεια]], αυτός που δεν ασχολείται με [[καμιά]] [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]], «[[ανειδίκευτος]]», [[ανίδεος]]· ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]], σε Θουκ.· αντίθ. προς το [[ποιητής]], [[πεζογράφος]], σε Πλάτ.· αντίθ. προς τον εκπαιδευμένο στρατιώτη, σε Θουκ.· επίσης, αντίθ. προς τον ειδικευμένο τεχνίτη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αγύμναστος]], [[ανειδίκευτος]], [[άπειρος]] σε [[κάτι]], Λατ. [[expers]], [[rudis]]· [[ἰδιώτης]] ἰατρικῆς, στον ίδ.· επίσης, [[ἰδιώτης]] κατά τι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[άπειρος]], [[αδίδακτος]], [[αμαθής]], στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b><i>ἰδιῶται</i>, εγγενείς πολίτες, αντίθ. προς το <i>ξένοι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἰδιώτης:''' -ου, ὁ ([[ἴδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιδιώτης]], [[πολίτης]] σαν μεμονωμένο [[άτομο]]· <i>ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κάποιος]] που διάγει ιδιωτικό βίο, ιδιωτεύει, αντίθ. προς αυτόν που συμμετέχει στα [[πολιτικά]] θέματα ή κατέχει [[δημόσιο]] [[αξίωμα]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[στρατηγός]], [[απλός]] [[στρατιώτης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[κοινός]] [[άνθρωπος]] του λαού, [[πληβείος]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> ως επίθ., [[ἰδιώτης]] [[βίος]], [[ιδιωτικός]] [[τρόπος]] ζωής, οικογενειακή, σπιτική [[ζωή]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αυτός που δεν έχει επαγγελματική [[γνώση]] ή [[επάρκεια]], αυτός που δεν ασχολείται με [[καμιά]] [[επιστήμη]] ή [[τέχνη]], «[[ανειδίκευτος]]», [[ανίδεος]]· ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]], σε Θουκ.· αντίθ. προς το [[ποιητής]], [[πεζογράφος]], σε Πλάτ.· αντίθ. προς τον εκπαιδευμένο στρατιώτη, σε Θουκ.· επίσης, αντίθ. προς τον ειδικευμένο τεχνίτη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αγύμναστος]], [[ανειδίκευτος]], [[άπειρος]] σε [[κάτι]], Λατ. [[expers]], [[rudis]]· [[ἰδιώτης]] ἰατρικῆς, στον ίδ.· επίσης, [[ἰδιώτης]] κατά τι, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[άπειρος]], [[αδίδακτος]], [[αμαθής]], στον ίδ., σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b><i>ἰδιῶται</i>, εγγενείς πολίτες, αντίθ. προς το <i>ξένοι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιώτης:''' ου (ῐδ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> отдельный человек, отдельное лицо: [[φιλία]] ἰδιώταις καὶ [[κοινωνία]] πόλεσιν Thuc. дружба между отдельными людьми и общение между государствами;<br /><b class="num">2)</b> частный человек, не должностное лицо (οὔτ᾽ ἰ. [[οὔτε]] [[ἄρχων]] Lys.): [[ἔτι]] ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ Her. когда Дарий был еще частным лицом;<br /><b class="num">3)</b> простой солдат, рядовой боец ([[οὔτε]] στρατηγὸς [[οὔτε]] ἰ. Xen.; ἡγεμόνες [[ἄνευ]] ἰδιωτῶν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> простой человек, простолюдин (οἱ ἰδιῶται καὶ πένητες Plut.; ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὶ ἰδιῶται NT);<br /><b class="num">5)</b> несведущий человек, не имеющий профессионального образования: οἱ δημιουργοὶ καὶ ἰδιῶται Plat. мастера и люди без специальности; οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Plat. несведущие в медицине, не врачи; ἰ. τῷ λόγῳ NT неискушенный в красноречии;<br /><b class="num">6)</b> необученный солдат: ἰδιῶται, ὡς [[εἰπεῖν]] χειροτέχναι Thuc. неопытные бойцы, чуть ли не чернорабочие;<br /><b class="num">7)</b> новичок, неопытный человек (ἰ. ἔργου Xen.): ἰ. κατὰ τοὺς πόνους Xen. не приученный к трудам;<br /><b class="num">8)</b> прозаик (γράφειν ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ [[ἄνευ]] μέτρου ὡς ἰ. Plat.);<br /><b class="num">9)</b> здешний человек, земляк (οἱ ξένοι καὶ οἱ ἰδιῶται Arph.).<br />ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> частный, стоящий в стороне от общественных дел, непричастный к политической жизни ([[ἀνήρ]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> личный, особый, частный, домашний (θεοί Arph.; [[βίος]] Plat., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> несведущий, непросвещенный, неученый ([[ὄχλος]] Plut.).
}}
}}