Anonymous

ἰθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθύθριξ]], -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ίσιες [[τρίχες]], [[ίσια]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]] «[[τρίχα]]»].
|mltxt=[[ἰθύθριξ]], -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ίσιες [[τρίχες]], [[ίσια]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]] «[[τρίχα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰθύθριξ:''' [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το [[οὐλόθριξ]] (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.
}}
}}