Anonymous

ἰθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰθύθριξ:''' [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το [[οὐλόθριξ]] (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἰθύθριξ:''' [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το [[οὐλόθριξ]] (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθύθριξ:''' τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.).
}}
}}