Anonymous

ἱπποτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[ἱπποτρόφος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή [[χώρα]]) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την [[αναπαραγωγή]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>πτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[ἱπποτρόφος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή [[χώρα]]) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την [[αναπαραγωγή]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>πτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εκτρέφει άλογα, αυτός που διατηρεί άφθονα άλογα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που σιτίζει άλογα και τα διατηρεί για [[συμμετοχή]] τους σε ιπποδρομικούς αγώνες, σε Δημ., Πλούτ.
}}
}}