Anonymous

ἱπποτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εκτρέφει άλογα, αυτός που διατηρεί άφθονα άλογα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που σιτίζει άλογα και τα διατηρεί για [[συμμετοχή]] τους σε ιπποδρομικούς αγώνες, σε Δημ., Πλούτ.
|lsmtext='''ἱπποτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που εκτρέφει άλογα, αυτός που διατηρεί άφθονα άλογα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που σιτίζει άλογα και τα διατηρεί για [[συμμετοχή]] τους σε ιπποδρομικούς αγώνες, σε Δημ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποτρόφος:''' <b class="num">1)</b> питающий лошадей, изобилующий пастбищами для коней ([[Θρῄκη]] Hes.; [[Ἄργος]], [[ἄστυ]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> разводящий (преимущ. рысистых) лошадей, занимающийся коневодством Dem., Plut.
}}
}}