Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ευωδία]] θυμιάματος, [[μυρωδάτος]], [[ευώδης]], [[αρωματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο [[δέντρο]] [[θύον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όδ</i>-<i>ωδ</i>-<i>α</i>) που διατηρεί στην προκειμένη [[περίπτωση]] την αρχική του [[σημασία]] «[[μυρωδάτος]]»].
|mltxt=[[θυώδης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ευωδία]] θυμιάματος, [[μυρωδάτος]], [[ευώδης]], [[αρωματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο [[δέντρο]] [[θύον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όδ</i>-<i>ωδ</i>-<i>α</i>) που διατηρεί στην προκειμένη [[περίπτωση]] την αρχική του [[σημασία]] «[[μυρωδάτος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θυώδης:''' -ες ([[θύος]], [[ὄζω]], πρβλ. εὐ-ώδης, [[δυσ-]]ώδης), αυτός που μυρίζει [[λιβάνι]], ο [[εύοσμος]], αυτός που έχει ένα όμορφο και [[γλυκό]] [[άρωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
}}