Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυώδης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυώδης:''' -ες ([[θύος]], [[ὄζω]], πρβλ. εὐ-ώδης, [[δυσ-]]ώδης), αυτός που μυρίζει [[λιβάνι]], ο [[εύοσμος]], αυτός που έχει ένα όμορφο και [[γλυκό]] [[άρωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
|lsmtext='''θυώδης:''' -ες ([[θύος]], [[ὄζω]], πρβλ. εὐ-ώδης, [[δυσ-]]ώδης), αυτός που μυρίζει [[λιβάνι]], ο [[εύοσμος]], αυτός που έχει ένα όμορφο και [[γλυκό]] [[άρωμα]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠώδης:''' пахнущий фимиамом, благовонный, благоуханный, душистый ([[θάλαμος]], εἵματα Hom.; [[βωμός]] HH; [[λίβανος]] Emped.; [[καπνός]] Eur.; [[ναός]] Theocr.).
}}
}}