Anonymous

ἰσοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοκίνδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, [[αξιόμαχος]] («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκινδύνως</i> (Α)<br />με τον ίδιο κίνδυνο.
|mltxt=[[ἰσοκίνδυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αντιμετωπίζει τον ίδιο κίνδυνο με άλλον<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, [[αξιόμαχος]] («ἰσοκινδύνους ἡγούμενοι», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκινδύνως</i> (Α)<br />με τον ίδιο κίνδυνο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοκίνδῡνος:''' -ον, αυτός που είναι [[ίσος]] ως προς τον κίνδυνο, σε Θουκ.
}}
}}