Anonymous

ἴπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴπτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]] («μέγα δ' [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζημιώνω]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον <b>Ησύχ.</b>) <i>ίπτω</i><br />[[βλάπτω]]<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ἴπτομαι]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἴπ</i>- του [[ἶπος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. [[ἴψαο]] και μέλλ. <i>ἴψεται στον</i> Όμηρο].
|mltxt=[[ἴπτομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]] («μέγα δ' [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζημιώνω]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ. μόνο στο Μέγα Ετυμολογικόν και στον <b>Ησύχ.</b>) <i>ίπτω</i><br />[[βλάπτω]]<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ἴπτομαι]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἴπ</i>- του [[ἶπος]] «[[βάρος]], [[φορτίο]]», του οποίου μαρτυρείται β' εν. ένσιγμου αορ. [[ἴψαο]] και μέλλ. <i>ἴψεται στον</i> Όμηρο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴπτομαι:''' μέλ. <i>ἴψομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ [[ἴψαο]], αποθ., [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
}}
}}