Anonymous

ἴπτομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴπτομαι:''' μέλ. <i>ἴψομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ [[ἴψαο]], αποθ., [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ἴπτομαι:''' μέλ. <i>ἴψομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. αορ. αʹ [[ἴψαο]], αποθ., [[πιέζω]] ισχυρά, [[καταπιέζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴπτομαι:''' <b class="num">1)</b> поражать, карать ([[μέγα]] [[ἴψαο]] λαὸν Ἀχαιῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> поражать, повреждать, ранить (τὸν μηρόν Theocr.).
}}
}}