Anonymous

ἴσχω: Difference between revisions

From LSJ
1,652 bytes added ,  30 December 2018
5
(18)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴσχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]], [[περιορίζω]], [[συγκρατώ]], [[βαστώ]] («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κρατώ]] τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, [[στέκομαι]] (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἴσχεσθ' Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἴσχομαι</i><br />αναχαιτίζομαι, εμποδίζομαι<br /><b>5.</b> (για πλοία) [[αγκυροβολώ]], [[είμαι]] αγκυροβολημένος<br /><b>6.</b> (για ποταμούς) ελαττώνομαι, [[λιγοστεύω]]<br /><b>7.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] μου [[στερεά]], [[σφιχτά]] («[κανόνα] [[ἀγχόθι]] ἴσχει στήθεος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[φυλάω]], [[κρατώ]], [[διατηρώ]] («ἐπιστήμην λαβόντα ἴσχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για εξωτερική [[επίδραση]]) [[διακατέχω]], [[σφίγγω]] («[[ὀδύνη]] ἴσχει τὴν [[γαστέρα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> έχω [[κάτι]] στην [[κατοχή]] μου, [[κατέχω]]<br /><b>11.</b> [[παίρνω]] ή ἔχω [[γυναίκα]] για σύζυγο, παντρεύομαι («ταύτην ἴσχει Ἠετίων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για γυναίκες) [[είμαι]] [[έγκυος]], [[κυοφορώ]], [[εγκυμονώ]]<br /><b>13.</b> <b>μτφ.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] στη [[μνήμη]] μου («ἴσχε κἀμοῡ μνῆστιν» — έχε κι εμένα στη [[μνήμη]] σου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br /><b>15.</b> [[είμαι]] [[επιδεκτικός]] θεραπείας<br /><b>16.</b> [[ισοδυναμώ]], [[αξίζω]] («αἱ ψῆφοι [[τάλαντον]] ἴσχουσιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>17.</b> (με επίρρ.) βρίσκομαι σε μια [[κατάσταση]] «ἀπολέμως ἴσχοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ ἴσχον</i><br />το [[εμπόδιο]] («θαυμάσας ὅ,τι τὸ ἴσχον εἴη τὴν πορείαν», <b>Ξεν.</b>)·19. <b>φρ.</b> «λῆστιν ἴσχεις» — επιλανθάνεσαι, λησμονείς (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]] («φθόνον ἴσχει [[ὄλβος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[ησυχάζω]], [[μένω]] [[ήσυχος]], [[σιωπώ]] («καὶ ἴσχεο μηδ' ὀνομήνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>22.</b> (το μέσ. με γεν.) <i>ἴσχομαί τινος</i><br />[[απέχω]] από [[κάτι]], απομακρύνομαι, [[αφίσταμαι]]<br /><b>23.</b> (το μέσ. απρόσ.) διακόπτομαι, [[σταματώ]] («ἴσχετο ἐν τούτῳ» — διακόπηκε, σταμάτησε εδώ, <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>έχω</i> (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ισχάδα]](-<i>άς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχητήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ίσχαιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχέγαον]], [[ισχέθυρον]], [[ισχέπλινθον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμπίσχω</i>, [[ανίσχω]], [[αντίσχω]], [[απαμπίσχω]], [[απίσχω]], [[ενίσχω]], [[εξανίσχω]], [[εξίσχω]], <i>επαμπίσχω</i>, [[επίσχω]], <i>καταΐσχω</i>, [[καταμπίσχω]], [[κατίσχω]], [[μεταμπίσχω]], [[μετίσχω]], <i>παραμπίσχω</i>, [[παρανίσχω]], [[παρίσχω]], [[περιαμπίσχω]], [[περιίσχω]], [[προανίσχω]], <i>προΐσχω</i>, [[προσαντίσχω]], [[προσίσχω]], [[συμμετίσχω]], [[συναμπίσχω]], [[συνανίσχω]], [[συνίσχω]], [[υπανίσχω]], [[υπερανίσχω]], [[υπερίσχω]], <i>υποΐσχω</i>].
|mltxt=[[ἴσχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]], [[περιορίζω]], [[συγκρατώ]], [[βαστώ]] («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[κρατώ]] τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, [[στέκομαι]] (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἴσχεσθ' Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ἴσχομαι</i><br />αναχαιτίζομαι, εμποδίζομαι<br /><b>5.</b> (για πλοία) [[αγκυροβολώ]], [[είμαι]] αγκυροβολημένος<br /><b>6.</b> (για ποταμούς) ελαττώνομαι, [[λιγοστεύω]]<br /><b>7.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[κοντά]] μου [[στερεά]], [[σφιχτά]] («[κανόνα] [[ἀγχόθι]] ἴσχει στήθεος», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> [[φυλάω]], [[κρατώ]], [[διατηρώ]] («ἐπιστήμην λαβόντα ἴσχειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> (για εξωτερική [[επίδραση]]) [[διακατέχω]], [[σφίγγω]] («[[ὀδύνη]] ἴσχει τὴν [[γαστέρα]]», Ιπποκρ.)<br /><b>10.</b> έχω [[κάτι]] στην [[κατοχή]] μου, [[κατέχω]]<br /><b>11.</b> [[παίρνω]] ή ἔχω [[γυναίκα]] για σύζυγο, παντρεύομαι («ταύτην ἴσχει Ἠετίων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για γυναίκες) [[είμαι]] [[έγκυος]], [[κυοφορώ]], [[εγκυμονώ]]<br /><b>13.</b> <b>μτφ.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] στη [[μνήμη]] μου («ἴσχε κἀμοῡ μνῆστιν» — έχε κι εμένα στη [[μνήμη]] σου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>14.</b> [[επιφέρω]], [[προκαλώ]]<br /><b>15.</b> [[είμαι]] [[επιδεκτικός]] θεραπείας<br /><b>16.</b> [[ισοδυναμώ]], [[αξίζω]] («αἱ ψῆφοι [[τάλαντον]] ἴσχουσιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>17.</b> (με επίρρ.) βρίσκομαι σε μια [[κατάσταση]] «ἀπολέμως ἴσχοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ ἴσχον</i><br />το [[εμπόδιο]] («θαυμάσας ὅ,τι τὸ ἴσχον εἴη τὴν πορείαν», <b>Ξεν.</b>)·19. <b>φρ.</b> «λῆστιν ἴσχεις» — επιλανθάνεσαι, λησμονείς (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> [[περιλαμβάνω]], [[περιέχω]] («φθόνον ἴσχει [[ὄλβος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[ησυχάζω]], [[μένω]] [[ήσυχος]], [[σιωπώ]] («καὶ ἴσχεο μηδ' ὀνομήνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>22.</b> (το μέσ. με γεν.) <i>ἴσχομαί τινος</i><br />[[απέχω]] από [[κάτι]], απομακρύνομαι, [[αφίσταμαι]]<br /><b>23.</b> (το μέσ. απρόσ.) διακόπτομαι, [[σταματώ]] («ἴσχετο ἐν τούτῳ» — διακόπηκε, σταμάτησε εδώ, <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>έχω</i> (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ισχάδα]](-<i>άς</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχητήριος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ίσχαιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχέγαον]], [[ισχέθυρον]], [[ισχέπλινθον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμπίσχω</i>, [[ανίσχω]], [[αντίσχω]], [[απαμπίσχω]], [[απίσχω]], [[ενίσχω]], [[εξανίσχω]], [[εξίσχω]], <i>επαμπίσχω</i>, [[επίσχω]], <i>καταΐσχω</i>, [[καταμπίσχω]], [[κατίσχω]], [[μεταμπίσχω]], [[μετίσχω]], <i>παραμπίσχω</i>, [[παρανίσχω]], [[παρίσχω]], [[περιαμπίσχω]], [[περιίσχω]], [[προανίσχω]], <i>προΐσχω</i>, [[προσαντίσχω]], [[προσίσχω]], [[συμμετίσχω]], [[συναμπίσχω]], [[συνανίσχω]], [[συνίσχω]], [[υπανίσχω]], [[υπερανίσχω]], [[υπερίσχω]], <i>υποΐσχω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴσχω:''' [[τύπος]] του [[ἔχω]] που απαντά μόνο σε ενεστ. και Ενεργ. παρατ. <i>ἴσχον</i>· Επικ. απαρ. [[ἰσχέμεναι]], [[ἰσχέμεν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κωλύω]], [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]], [[περιορίζω]], σε Όμηρ.· με γεν., [[συγκρατώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· επίσης, [[ἴσχω]] τινὰ μὴ πράσσειν, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., <i>ἴσχε</i>, στάσου! σταμάτα!, σε Αισχύλ.· λέγεται για πλοία, είμαι αγκυροβολημένος, σε Θουκ.· ομοίως, με αμτβ. [[σημασία]] στην Παθ., <i>ἴσχεσθ' Ἀργεῖοι</i>, <i>μὴ φεύγετε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἴσχεο]], σε Όμηρ.· με γεν., <i>ἴσχεσθαί τινος</i>, [[απέχω]], απομακρύνομαι από [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἴσχετο ἐντούτῳ</i>, απρόσ., εδώ σταμάτησε, διακόπηκε (η [[διαπραγμάτευση]]).<br /><b class="num">II. 1.</b> έχω στην [[κατοχή]] μου, [[διατηρώ]], [[κρατώ]], [[κατέχω]], [[φυλάω]] σαν [[κτήμα]] μου, σε Ηρόδ., Αττ.· έχω [[γυναίκα]], σύζυγο, σε Ηρόδ.· [[εγκυμονώ]], [[κυοφορώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ. όπως το [[ἔχω]], με επίρρ. ή επίθ., [[ἴσχω]] χαλεπώτερον, σε Θουκ.
}}
}}