Anonymous

ἱδρώς: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱδρώς]], ό (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[ιδρώτας]].
|mltxt=[[ἱδρώς]], ό (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[ιδρώτας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱδρώς:''' [ῐ], -ῶτος, ὁ, δοτ. <i>ἱδρῶτι</i>, αιτ. <i>ἱδρῶτα</i>, Επικ. συγκεκ. τύποι: δοτ. [[ἱδρῷ]], αιτ. [[ἱδρῶ]] ([[ἶδος]])·<br /><b class="num">1.</b> ιδρώτας, Λατ. [[sudor]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> εξερχόμενος, εξαγόμενος [[χυμός]] από δέντρα, [[κόμμι]], [[ρετσίνι]]· <i>ἱδρῶτα σμύρνης</i>, σε Ευρ.
}}
}}