Anonymous

καθείργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθείργνυμι]] (AM)<br /><b>βλ.</b> [[καθειργνύω]].
|mltxt=[[καθείργνυμι]] (AM)<br /><b>βλ.</b> [[καθειργνύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθείργνῡμι:''' Ιων. κατ-· αόρ. αʹ <i>καθεῖρξα</i>· [[εγκλείω]], [[κλείνω]] μέσα, [[περικλείω]], [[εσωκλείω]], [[περιορίζω]], [[φυλακίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}