Anonymous

καθείργνυμι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθείργνῡμι:''' Ιων. κατ-· αόρ. αʹ <i>καθεῖρξα</i>· [[εγκλείω]], [[κλείνω]] μέσα, [[περικλείω]], [[εσωκλείω]], [[περιορίζω]], [[φυλακίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''καθείργνῡμι:''' Ιων. κατ-· αόρ. αʹ <i>καθεῖρξα</i>· [[εγκλείω]], [[κλείνω]] μέσα, [[περικλείω]], [[εσωκλείω]], [[περιορίζω]], [[φυλακίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθείργνῡμι:''' ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)<br /><b class="num">1)</b> запирать, заключать (τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς [[λοφεῖον]] Arph.; εἰς τὸν [[περίβολον]] Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τὴν σκηνήν τινα Plut.): κ. τινὰ ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. обложить кого-л. хворостом (для сожжения); οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. осужденные на смерть узники; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κακίαν Plut. целиком предаться пороку;<br /><b class="num">2)</b> вводить в надлежащие рамки, ограничивать (τὴν μακρολογίαν Plat.).
}}
}}