Anonymous

ἴτυς: Difference between revisions

From LSJ
435 bytes added ,  30 December 2018
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υος, η (Α [[ἴτυς]])<br /><b>1.</b> η [[στεφάνη]], η [[περιφέρεια]] ή το [[χείλος]] αντικειμένων με κυκλικό ή καμπυλωτό [[σχήμα]], η [[άντυξ]]<br /><b>2.</b> το καμπύλο εσωτερικό θόλου ή αψίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προφυλακτήρας]] του τρυπάνου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἴτυς]] βλεφάρων» — το καμπύλο, το [[κύρτωμα]] τών βλεφάρων<br />β) «[[ἴτυς]] πλευρών» — η [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fί</i>-<i>τυς</i>, που ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>wi</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιτέα]]) και συνδέεται με λατ. <i>vi</i><i>ē</i><i>re</i> «[[στρέφω]]», αρχ. ινδ. <i>vyayati</i> «στρέφει», λιθουαν. <i>veju</i> «[[στρέφω]]». Η λ. εμφανίζει κατάλ. -<i>τυς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>tu</i>- ή -<i>tw</i>-) που μαρτυρείται και σε αρχ. πρωσ. <i>witway</i> «[[ιτιά]]», αρχ. σλαβ. <i>vĕtvĭ</i> «[[κλαδί]]». Η λατ. λ. <i>vitus</i> «[[ίτυς]]» αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] τον τ. [[ἴτυς]], [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. να αποτελεί [[δάνειο]]].
|mltxt=-υος, η (Α [[ἴτυς]])<br /><b>1.</b> η [[στεφάνη]], η [[περιφέρεια]] ή το [[χείλος]] αντικειμένων με κυκλικό ή καμπυλωτό [[σχήμα]], η [[άντυξ]]<br /><b>2.</b> το καμπύλο εσωτερικό θόλου ή αψίδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρογγυλή [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[προφυλακτήρας]] του τρυπάνου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἴτυς]] βλεφάρων» — το καμπύλο, το [[κύρτωμα]] τών βλεφάρων<br />β) «[[ἴτυς]] πλευρών» — η [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fί</i>-<i>τυς</i>, που ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>wi</i>- της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιτέα]]) και συνδέεται με λατ. <i>vi</i><i>ē</i><i>re</i> «[[στρέφω]]», αρχ. ινδ. <i>vyayati</i> «στρέφει», λιθουαν. <i>veju</i> «[[στρέφω]]». Η λ. εμφανίζει κατάλ. -<i>τυς</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>tu</i>- ή -<i>tw</i>-) που μαρτυρείται και σε αρχ. πρωσ. <i>witway</i> «[[ιτιά]]», αρχ. σλαβ. <i>vĕtvĭ</i> «[[κλαδί]]». Η λατ. λ. <i>vitus</i> «[[ίτυς]]» αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] τον τ. [[ἴτυς]], [[αλλά]] [[είναι]] πιθ. να αποτελεί [[δάνειο]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴτῠς:''' [ῐ], -υος, ἡ, [[κύκλος]] κατασκευασμένος από [[ιτιά]] (πρβλ. [[ἰτέα]]), λέγεται για την [[περιφέρεια]] ενός τροχού, σε Ομήρ. Ιλ.· εξωτερικό [[μέρος]] ή [[περιφέρεια]] ασπίδας, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κυκλική, στρογγυλή [[ασπίδα]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}