Anonymous

ἴτυς: Difference between revisions

From LSJ
647 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴτῠς:''' [ῐ], -υος, ἡ, [[κύκλος]] κατασκευασμένος από [[ιτιά]] (πρβλ. [[ἰτέα]]), λέγεται για την [[περιφέρεια]] ενός τροχού, σε Ομήρ. Ιλ.· εξωτερικό [[μέρος]] ή [[περιφέρεια]] ασπίδας, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κυκλική, στρογγυλή [[ασπίδα]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''ἴτῠς:''' [ῐ], -υος, ἡ, [[κύκλος]] κατασκευασμένος από [[ιτιά]] (πρβλ. [[ἰτέα]]), λέγεται για την [[περιφέρεια]] ενός τροχού, σε Ομήρ. Ιλ.· εξωτερικό [[μέρος]] ή [[περιφέρεια]] ασπίδας, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κυκλική, στρογγυλή [[ασπίδα]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἴτῠς:''' υος (ῐ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> круг, окружность, обод Hes.: ἴτυν κάμψαι Hom. согнуть колесом; ἀσπίδες [[ἴτυς]] οὒκ ἔχουσαι Her. щиты без (металлических) ободьев; ἐπιλαμβάνεσθαί τινος τῆς ἴτυος Xen. хватать кого-л. за край щита;<br /><b class="num">2)</b> щит: γοργωπὸς ἴ. Eur. щит со страшным ликом (Медузы);<br /><b class="num">3)</b> дуга, изгиб (βλεφάρων Anacr.; ἀγκίστρων Anth.).
}}
}}