Anonymous

κακόδοξος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόδοξος]], -ον)<br />αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>δοξος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>δοξος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόδοξος]], -ον)<br />αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>δοξος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>δοξος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), αυτός που έχει κακή [[φήμη]], δηλ.:<br /><b class="num">1.</b> ο [[χωρίς]] [[φήμη]], [[άσημος]], [[άγνωστος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">2.</b> [[κακόφημος]], [[δυσώνυμος]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}