κακόδοξος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόδοξος Medium diacritics: κακόδοξος Low diacritics: κακόδοξος Capitals: ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: kakódoxos Transliteration B: kakodoxos Transliteration C: kakodoksos Beta Code: kako/docos

English (LSJ)

κακόδοξον, in ill repute, oflow reputation, Thgn.195, X.Ages.4.1: Comp. -ότερος Pl.Min.321a; of things, inglorious, νίκα E.Andr.778(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1299] von schlechtem Rufe, übel berüchtigt; νίκη Eur. Andr. 778; Plat. Min. 321 a; Xen. Ages. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de mauvais renom, peu estimé;
Cp. κακοδοξότερος.
Étymologie: κακός, δόξα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόδοξος -ον [κακός, δόξα] met een slechte reputatie:. νίκαν μὴ κακόδοξον een overwinning zonder schande Eur. Andr. 778.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόδοξος:
1 имеющий дурную славу, опозоренный (sc. ἀνήρ Xen., Plat.);
2 бесславный, позорный (νίκη Eur.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόδοξος, -ον)
αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος
αρχ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθόδοξος, ψευδόδοξος].

Greek Monotonic

κᾰκόδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει κακή φήμη, δηλ.:
1. ο χωρίς φήμη, άσημος, άγνωστος, σε Θέογν.
2. κακόφημος, δυσώνυμος, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόδοξος: -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) ἄνευ φήμης, ἄγνωστος, Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν δοξασία, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C.

Middle Liddell

κᾰκό-δοξος, ον δόξα
in ill repute: i. e.,
1. without fame, unknown, Theogn.
2. infamous, discreditable, Eur., Xen.

Mantoulidis Etymological

(=μέ κακή φήμη, ἐπονείδιστος). Ἀπό τό κακός + δόξα τοῦ δοκέω -ῶ, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.

Translations

infamous

Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd