Anonymous

ἱστοβοεύς: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἱστοβοεύς]])<br />ο [[ρυμός]] του αρότρου, το μακρύ [[ξύλο]] που συνδέει τον [[ζυγό]] με το υνί, κν. ρούδα, [[σταβάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱστὸς [[βόειος]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>].
|mltxt=ο (Α [[ἱστοβοεύς]])<br />ο [[ρυμός]] του αρότρου, το μακρύ [[ξύλο]] που συνδέει τον [[ζυγό]] με το υνί, κν. ρούδα, [[σταβάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱστὸς [[βόειος]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ.
}}
}}