3,277,286
edits
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἱστοβοεύς]])<br />ο [[ρυμός]] του αρότρου, το μακρύ [[ξύλο]] που συνδέει τον [[ζυγό]] με το υνί, κν. ρούδα, [[σταβάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱστὸς [[βόειος]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>]. | |mltxt=ο (Α [[ἱστοβοεύς]])<br />ο [[ρυμός]] του αρότρου, το μακρύ [[ξύλο]] που συνδέει τον [[ζυγό]] με το υνί, κν. ρούδα, [[σταβάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱστὸς [[βόειος]] με την κατάλ. -<i>εύς</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |