3,277,301
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἱστοβοεύς:''' -έως, Ιων. γεν. <i>-ῆος</i>, ὁ ([[βοῦς]]), [[μέρος]] του ρυμού, [[δηλαδή]] του προς τα [[εμπρός]] εκτεινόμενου ξύλου της άμαξας από το [[μέσο]] του άξονα [[μέχρι]] τον [[ζυγό]], που είναι [[εξάρτημα]] της άμαξας ή του αρότρου στο οποίο ζεύονται τα υποζύγια, σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱστοβοεύς:''' έως, ион. ῆος ὁ рассоха или плужное дышло Hes. | |||
}} | }} |