3,277,114
edits
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλάμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[στέλεχος]] του σταχιού τών σιτηρών, [[κυρίως]] του σταριού<br /><b>2.</b> ό,τι απομένει από τα στάχια στο [[έδαφος]] [[μετά]] τον θερισμό, η [[καλαμιά]], το [[άχυρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[λείψανο]], [[νεκρός]], [[πτώμα]]<br /><b>4.</b> [[κάλαμος]], [[καλάμι]]<br /><b>5.</b> (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη νεανική [[δύναμη]], τα υπολείμματα της νεότητας («καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορῶντα γιγνώσκειν» — [[νομίζω]] ότι εσύ βλέποντας το [[καλάμι]] του σταριού, δηλ. τα υπολείμματα της νεανικής μου δύναμης, καταλαβαίνεις τί ήμουν όταν βρισκόμουν στην [[ακμή]] μου, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι» — το να κρίνει [[κανείς]] από τα υπολείμματα<br />β) «πυροὺς ἐπὶ [[καλάμη]] ἀροῡν»<br />(για άπληστους γεωργούς) από [[απληστία]] σπέρνουν αδιάκοπα και δεν αφήνουν τη γη να ξεκουραστεί<br /><b>7.</b> «κολχὶς [[καλάμη]]» — το [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάλαμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλαμίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλαμαίος]], [[καλαμευτής]], [[καλάμιον]], [[καλαμώμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλαμανθήλη]], [[καλαμητόμος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λινοκαλάμη]], [[Νειλοκαλάμη]]. | |mltxt=[[καλάμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[στέλεχος]] του σταχιού τών σιτηρών, [[κυρίως]] του σταριού<br /><b>2.</b> ό,τι απομένει από τα στάχια στο [[έδαφος]] [[μετά]] τον θερισμό, η [[καλαμιά]], το [[άχυρο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[λείψανο]], [[νεκρός]], [[πτώμα]]<br /><b>4.</b> [[κάλαμος]], [[καλάμι]]<br /><b>5.</b> (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη νεανική [[δύναμη]], τα υπολείμματα της νεότητας («καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορῶντα γιγνώσκειν» — [[νομίζω]] ότι εσύ βλέποντας το [[καλάμι]] του σταριού, δηλ. τα υπολείμματα της νεανικής μου δύναμης, καταλαβαίνεις τί ήμουν όταν βρισκόμουν στην [[ακμή]] μου, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι» — το να κρίνει [[κανείς]] από τα υπολείμματα<br />β) «πυροὺς ἐπὶ [[καλάμη]] ἀροῡν»<br />(για άπληστους γεωργούς) από [[απληστία]] σπέρνουν αδιάκοπα και δεν αφήνουν τη γη να ξεκουραστεί<br /><b>7.</b> «κολχὶς [[καλάμη]]» — το [[λινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάλαμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καλαμίτιδα]] (-<i>ίτις</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλαμαίος]], [[καλαμευτής]], [[καλάμιον]], [[καλαμώμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καλαμανθήλη]], [[καλαμητόμος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λινοκαλάμη]], [[Νειλοκαλάμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰλάμη:''' [ᾰ], ἡ (βλ. [[κάλαμος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[κοτσάνι]], [[στέλεχος]], το [[άχυρο]] του σιταριού· μεταφ., [[αἶψα]] φυλόπιδος πέλεται [[κόρος]], <i>ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν</i>, [[ἄμητος]] δ' [[ὀλίγιστος]], οι άντρες [[γρήγορα]] κοραίνονται απ' την [[μάχη]], [[εκεί]] όπου το [[ξίφος]] ρίχνει πολλούς σαν άχυρα στο [[έδαφος]], ενώ [[λίγος]] είναι ο θεριζόμενος [[καρπός]], δηλ. ενώ είναι [[μεγάλη]] [[σφαγή]], το [[κέρδος]] απ' τη [[μάχη]] είναι λίγο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κ. πυρῶν</i>, [[άχυρο]] από [[σιτάρι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοτσάνι]], [[στέλεχος]] [[χωρίς]] το [[στάχυ]] του σιταριού, θερισμένο [[σιτάρι]]· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα, <i>καλάμην γέ σ' ὀΐομαι εἰσορόωντα γιγνώσκειν</i>, μπορείς [[ακόμα]] να αντιληφθείς τα υπολείμματα της πρότερης δύναμης, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι</i>, [[κρίνω]] από τα υπολείμματα, απομεινάρια, σε Λουκ. | |||
}} | }} |