Anonymous

ἰύζω: Difference between revisions

From LSJ
341 bytes added ,  30 December 2018
5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰύζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]] για να διώξω τα ζώα («οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κραυγάζω]] από [[λύπη]] ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ [[ἄχει]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βουίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το [[επιφώνημα]] <i>ἰύ</i>, [[μολονότι]] θα μπορούσε να αποτελεί και υποχωρητικό παρ. του ρ. [[ἰύζω]]. Η λ. μαρτυρείται [[άλλοτε]] με μακρό <i>ἰ</i>- και [[άλλοτε]] με βραχύ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιυγή]], [[ίυγμα]], [[ιυγμός]], [[ιυκτής]]].
|mltxt=[[ἰύζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]] για να διώξω τα ζώα («οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κραυγάζω]] από [[λύπη]] ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ [[ἄχει]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βουίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το [[επιφώνημα]] <i>ἰύ</i>, [[μολονότι]] θα μπορούσε να αποτελεί και υποχωρητικό παρ. του ρ. [[ἰύζω]]. Η λ. μαρτυρείται [[άλλοτε]] με μακρό <i>ἰ</i>- και [[άλλοτε]] με βραχύ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιυγή]], [[ίυγμα]], [[ιυγμός]], [[ιυκτής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰύζω:''' αόρ. αʹ <i>ἴυξα</i> ([[ἰού]]), [[φωνάζω]], [[κραυγάζω]], σε Όμηρ.· [[έπειτα]], [[κραυγάζω]], [[στενάζω]] από πόνο ή [[θλίψη]], σε Αισχύλ., Σοφ. (το <i>ῑ</i> σε Επικ. και Πίνδ.· το <i>ῐ</i> σε Σοφ.).
}}
}}