Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόσχολος: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σπαταλά τον χρόνο της σχόλης του [[κακώς]]<br /><b>2.</b> (κλητ. εν. αρσ.) <i>κακόσχολε</i><br />μηδαμινέ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κακόσχολοι πνοαί» — άνεμοι που ενισχύουν την [[τεμπελιά]], τη [[ραθυμία]]<br /><b>4.</b> [[ράθυμος]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοσχόλως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[σύνεση]], επιπόλαια, με [[αφροσύνη]]<br /><b>2.</b> αισχρά, κακέμφατα, με άσεμνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[αργία]], [[απραξία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>σχολος</i>].
|mltxt=[[κακόσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σπαταλά τον χρόνο της σχόλης του [[κακώς]]<br /><b>2.</b> (κλητ. εν. αρσ.) <i>κακόσχολε</i><br />μηδαμινέ<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κακόσχολοι πνοαί» — άνεμοι που ενισχύουν την [[τεμπελιά]], τη [[ραθυμία]]<br /><b>4.</b> [[ράθυμος]], [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοσχόλως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[σύνεση]], επιπόλαια, με [[αφροσύνη]]<br /><b>2.</b> αισχρά, κακέμφατα, με άσεμνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] «[[αργία]], [[απραξία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>σχολος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόσχολος:''' -ον ([[σχολή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξοδεύει ανώφελα την [[αργία]] του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, [[οκνηρός]], [[τεμπέλης]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., <i>κ. πνοαί</i>, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε [[οκνηρία]], σε [[αργία]], σε Αισχύλ.
}}
}}